August 22, 2020

Αφιέρωμα στη συλλογή ‘Χαοτικά Ι’ του Έκτωρα  Κακναβάτου – του Σίμου Ανδρονίδη

By In ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Του Σίμου Ανδρονίδη

«Ο Χρόνος είναι εξωμήτριο του Χάους Όλες οι μονάδες ρίχνονται να τον μετρούν τον ακατάργητο Μονοκόκαλος ελόγου του ανάμεσα στις κερασιές ψειρίζεται πετώντας από πάνω του τα σοφά έντομα των ταριχεύσεων» (Έκτωρ Κακναβάτος, ‘Χαοτικά Ι’).

Η ποιητική συλλογή του Έκτωρα  Κακναβάτου με τον τίτλο ‘Χαοτικά Ι,’ κυκλοφόρησε στα 1997 από τις εκδόσεις Άγρα,[1] όντας παράλληλα αποτελούμενη από δύο μέρη που εν προκειμένω διαχωρίζονται αλφαβητικά: Το μέρος ‘Α’ και το μέρος ‘Β.’ Αρχικά, δύναται να επισημάνουμε πως καθίσταται ευκρινής η φυσικοποίηση έως και μαθηματικοποίηση, ως διττό πρόσημο πρόσληψης του ευρύτερου γίγνεσθαι, από τον ποιητή. Δίχως όμως αυτό να σημάνει πως τα ‘Χαοτικά’ αποκτούν ένα τέτοιο θετικό έως θετικιστικό πρόσημο που δύναται να συμβάλλει στο να απωλέσουν τους άξονες ή τους νοηματικούς τους αρμούς.

Ως προς αυτό, ο ποιητικός λόγος εγγράφει κάποια βασικά χαρακτηριστικά τα οποία και θα αναφέρουμε στην ανάλυση μας. Έτσι, αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η  ‘παιγνιώδης’ προσέγγιση της γλώσσας σε τέτοιον βαθμό ώστε ο ποιητής να αφήνει να διαφανούν εικόνες του κόσμου που οραματίζεται, η άρθρωση του ‘χάους’ που ως έννοια διαπερνά εγκάρσια την ποιητική συλλογή, ως μετωνυμία της ιστορίας και του ιστορικού γίγνεσθαι που δεν εξελίσσεται στατικά και γραμμικά, ως βαθιά αίσθηση σπερματικής δημιουργίας που νοηματοδοτεί την πολύσημη ‘α-συνοριακότητα.’

Δίπλα σε αυτά τα δύο στοιχεία που αναφέρθηκαν, θα προσθέσουμε τον εμπρόθετο προσδιορισμό του ‘μύθου’ (ιδίως στο δεύτερο μέρος της συλλογής) που παραγάγει όχι μία όσο πολλές εναλλακτικές (βλέπε την προβληματική περί ‘μύθου’ του Malinowski),[2] καθώς επίσης και το πρόσημο του ‘άλματος’ που συγκροτεί εκ νέου μία διαλεκτική που συντίθεται από πρόσωπα. Άρα, έχουμε να κάνουμε, ποιητικώ τω τρόπω, με την διαμόρφωση, όχι ενός «πολύπτυχου»,[3] για να παραπέμψουμε στον ιστορικό Κώστα Κωστή, αλλά, αντιθέτως, για την ίδια διαμόρφωση ενός αμαλγάματος εντός του οποίου σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζει το ‘χάος,’ που ως εμπρόθετη ‘έννοια’ σπεύδει να προβεί στη συνάρθρωση της ‘αταξίας’ με την επανάσταση, του οράματος που γεννάται μεταιχμιακά και όμως καθημερινά, με το «άνευ».[4]

Η ποιητική του Έκτωρα Κακναβάτου όπως κατατίθεται στα ‘Χαοτικά Ι,’ εγγράφει τους επι-γενόμενους όρους ακόμη και μίας ‘άγριας’ εικονοποιίας, προβαίνει στην έγκληση μίας ιδιαίτερου τύπου, αρμονίας που αποκλίνει από τον μέσο όρο των πραγμάτων, εμβαπτίζοντας την ιστορία στα νάματα της, με τον τρόπο του, ειλικρινούς όσο και προσίδιας κατάθεσης. Η ιστορία είναι αυτή που δύναται να ‘μαρτυρήσει’ για το ‘χάος’ και για την ‘χαοτική’ συνθήκη ανθρώπινων υποκειμένων και κοινωνιών, στο σημείο όπου και αναδεικνύεται μία χορεία σύστοιχων επωνυμιών: Το ‘ανείπωτο,’ το ‘αβέβαιο,’ το ‘άρρητο,’ τρία επάλληλα ‘άλφα’ που αποκαλύπτουν πρωταρχικά το ποιητικό ‘ωμέγα,’ ήτοι τον άνθρωπο ως δημιουργό ιστορίας. «Εκπληκτικό που το σημείο επαφής ασύλληπτο εντός της ταχύτητας του υπομνηματίζει Ουτοπίαν…».[5]

Ο ποιητής δεν επιζητεί την κατάθεση μίας συγκεκριμένης φόρμουλας ποιητικής γραφής, όσο προσδιορίζει την ή, διαφορετικά ειπωμένο, τις δυνατότητες της ‘σύγκρουσης’ που συστηματοποιείται σε κλίμακες ‘χάους’ το οποίο ηχεί ως ανθρώπινη κατάσταση εάν και αντλεί από μοτίβα φυσικής επιστήμης, και, σε κλίμακες ανθρώπινης δράσης και προσέγγισης.

Πρωταρχικά, η ιστορία (ίδια ιστορικότητα) ομνύει σε ένα απερίσταλτο μέλλον, με το υπόδειγμα ενός υπόρρητου και μη, Μακρυγιαννικού ‘εμείς’ να σκιαγραφείται, όχι όμως με τρόπο ώστε να του αποδώσουμε ταυτότητα, να το αναγνωρίσουμε δραστικά. Και όμως, το περιώνυμο χρονικό ‘ίσως’ υποχωρεί χάριν μία γλώσσας και των γλωσσικών ‘κατασκευών’ που δύναται να σημασιοδοτηθούν ως πρωταρχική ‘Εστία’ μνήμης, της μνήμης που δεν καθίσταται διδακτική όσο διάτρητη από ‘φράκταλς’[6] που συνιστούν ανθρώπινες στιγμές.

Το ίδιο το ‘Χάος’ γεννάται στην ‘άγνοια,’ ενώ συνάμα, στην ποιητική γλώσσα του Κακναβάτου, τα ‘φράκλας’ αποτελούν βασικά ‘κύτταρα’ μνήμης και συναίσθησης που για να μετεξελιχθεί σε εν-συναίσθηση χρειάζεται ‘καύσιμη ύλη,’ την ιστορία ως ‘σκιά.’ Ο ποιητής ονομάζει την «βροντώδη πυρίτιδα»[7] Ελένη τέμνοντας το περιεχόμενο της ύπαρξης. Είναι οι αντιφάσεις μίας ιστορικής περιόδου, ο ‘θρίαμβος’ της που υπενθυμίζει την συνθετότητα και την απροσδιοριστία που μας περιβάλλουν;

[1] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρ, ‘Χαοτικά Ι,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1997.

[2] Αναφέρεται στο: Κωστής Κώστας, ‘Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αιώνας,’ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 2013, σελ. 299. Για τον Malinowski ο μύθος ή οι μύθοι αποτελούν «ιστορίες με κοινωνικές λειτουργίες», προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση συγκεφαλαίωσης των όψεων, των χαρακτηριστικών και των τελετουργιών μίας εποχής.

[3] Βλέπε σχετικά, Κωστής Κώστας, ‘Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αιώνας…ό.π., σελ. 299. Σε αυτό το αναλυτικό και ιστορικό «πολύπτυχο» του, ο Κώστας Κωστής συμπεριλαμβάνει το πως προσελήφθη η πανώλη από τους πληθυσμούς της ελληνικής χερσονήσου ανά χρονικές περιόδους εμφάνισης της. Κάθε πτυχή είναι και μία εικόνα της εποχής, εικόνα που ‘κανονικοποιείται’ με τρόπο που  σχετίζεται με τα διανοητικά ‘εργαλεία’ που κάθε φορά χρησιμοποιούνται για την πρόσληψης της πανώλης, του θανατικού.

[4] Σε αυτό το πλαίσιο,  ενσκήπτει ένα ποιητικό σημείο εγκάρσιας τομής που σχετίζεται με το ‘Χάος’: «Ώ άγρια νοημοσύνη του Χάους (ας προσέξουμε το κεφαλαίο ‘Χ’) τα όρια τα όρια το άνευ». Υπό αυτό το πρίσμα, το ‘΄Χάος,’ κατά τον ποιητή αναγνωρίζεται παρά εγκαλείται, τρέφοντας, όχι την ψευδαίσθηση όσο την πραγματικότητα που αναπηδά από το ‘τίποτα.’ Δύο τιθέμενα «όρια» δεν συγκροτούν ένα «άνευ». Το «άνευ» (ονομάζεται; ) δια-κρατείται στο στοιχείο της διαρκούς υπερβατικότητας και της συνακόλουθης γειωμένης υπέρβασης. Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρ, ‘Το άρρητο είναι αβαρές…ό.π., σελ. 31.

[5] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρ, ‘Θεοπληξία ή τα τοξοειδή ωράρια της ασυγκινησίας…ό.π., σελ. 55. Εάν το «σημείο επαφής» είναι «ασύλληπτο», τότε το ίδιο συμβαίνει και με την «ουτοπία» που εμπερικλείει το ‘μη-θέσφατο,’ το ‘αβάπτιστο.’

[6] Τα ‘φράκταλς’ όπως τίθενται ποιητικά, περιβάλλουν κεντρικά και αξιακά, το ‘Χάος,’ προσδίδοντας του την αίσθηση απόρριψη της κάθε φορά μόδας μίας εποχής. Να η αίσθηση του ‘Χρόνου-Χάους’: Κάτι ριζικά διαφορετικά δύναται να γεννηθεί,’ ως υπόμνηση του ‘επιθυμώ’ που συνέχει την ρηματική πανσπερμία της συλλογής. Δίκην αξιώματος, για τον ποιητή «Το Χάος δεν έχει πύλες». Αυτή είναι η εναρκτήρια φράση της συλλογής.

[7] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρ, ‘Δέηση ή Λάβρυς…ό.π., σελ. 58. Η Ελένη δημιουργεί το ‘άνομο’ όπως η Ελυτική Μαρία Νεφέλη το αγωνιώδες ερώτημα: Ποιοι πράττουν;

Leave a Comment