August 16, 2022

Χριστόφορος Μηλιώνης και Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

By In ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Του Σίμου Ανδρονίδη

Το κείμενο αυτό διερευνά τους τρόπους με τους οποίους ο συγγραφέας Χριστόφορος Μηλιώνης[1] προσδιορίζει ή αλλιώς, θέτει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο την σχέση του με την Σκιάθο και με το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έτσι όπως αυτή εκφράζεται στο διήγημα του ‘Κείνος ο Σουραυλής.’ Οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνιστά μία μελέτη περίπτωσης.

Ουσιαστικά ο Χριστόφορος Μηλιώνης, δεν φανερώνει απλά ενώπιον των αναγνωστών τις δικές του λογοτεχνικές προτιμήσεις εντός των οποίων περίοπτη θέση κατέχει το έργο του Παπαδιαμάντη, αλλά, δείχνει και τη συμβολή ίσως, του Παπαδιαμαντικού έργου στη συγκρότηση της λογοτεχνικής του ταυτότητας

Το ό,τι το λογοτεχνικό αυτό έργο είναι αφιερωμένο στον Παπαδιαμάντη, μπορούμε να το αντιληφθούμε από τις απαρχές του. Για να μην σταθούμε μόνο στον τίτλο του.

Από την αναφορά του ονόματος του Ν.Δ Τριανταφυλλόπουλου, που είναι ένας εμβριθής και διεισδυτικός μελετητής του Παπαδιαμαντικού έργου εν συνόλω, το οποίο και δεν αποσυσκευάζει κατά το δοκούν, και από την πρώτη παράγραφο με βάση την οποία τίθεται το όλο πλαίσιο, πλαίσιο λειτουργικό ως προς αυτό που επιθυμεί να τονίσει και να αναδείξει ο συγγραφέας.

Σταχυολογούμε: «Εκτός από τη Ζάκυνθο και τη Σκιάθο, δεν ξέρω άλλο μέρος στην Ελλάδα που να σε προκαλεί να διαβάσεις την ποίηση πάνω στο τοπίο».[2] Εάν αφήσουμε στην άκρη τις έμμεσες αναφορές στη Ζάκυνθο του Διονύσιου Σολωμού, οι οποίες λίγο πιο κάτω καθίστανται άμεσες και κειμενικές (χρησιμοποίηση στίχων από τους ‘Ελεύθερους Πολιορκημένους’), τότε, μπορούμε να επισημάνουμε πως ισχυρή επίδραση στη σχέση που σταδιακά αναπτύσσει ο Χριστόφορος Μηλιώνης με το νησί, ασκούν ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το έργο του Παπαδιαμάντη και οι αναγνώσεις που επιχειρεί επ’ αυτού.

Διαφορετικά ειπωμένο, αυτό που προσδιορίσαμε θεωρητικώ τω τρόπω ως σχέση μεταξύ συγγραφικού υποκειμένου (και έχει σημασία αυτό) και τόπου δομείται δευτερογενώς, μέσω ακριβώς του ειδικού βάρους που έχει στο έργο του Παπαδιαμάντη η Σκιάθος. Δεν είναι λίγες οι φορές, που ο Μηλιώνης αφήνει να διαρρεύσει η Παπαδιαμαντική οπτική επί των πραγμάτων, δίχως οποιασδήποτε πρόθεση παρέμβασης ή ειρωνείας.

Με έναν τέτοιο τρόπο λοιπόν εκκινεί αυτή η σχέση, έτσι όπως διαγράφεται στο διήγημα, σχέση η οποία εξελίσσεται σε  μνημονική και αξιακή (ας το κρατήσουμε αυτό, διότι ο τόπος εκλαμβάνει μία ιδιαίτερη όσο και συναισθηματική αξία για τον Μηλιώνη, συνδεόμενος με τον Παπαδιαμάντη), δίχως να είναι, κάτι που δεν επιθυμεί ο συγγραφέας του ‘Σουραυλή,’ σχηματική, συμβατική και τυποποιημένη, συμπυκνωμένη στη μορφή του τουρίστα που απλά επισκέπτεται το νησί για να απολαύσει τις παραλίες του.

Και το παράδοξο είναι πως ο Μηλιώνης θα επιστρέψει στο νησί ως τουρίστας, ακολουθώντας όμως μία διαδρομή η οποία ξεφεύγει από την πεπατημένη, καθότι δεν παύει να αναζητεί ό,τι μπορεί να προσδώσει νοηματικό βάθος στις αφηγήσεις του, το γνήσια Σκιαθίτικο που σχετίζεται σημασιολογικά με το γίγνεσθαι του Παπαδιαμάντη. Ουσιαστικά, το διήγημα μπορεί να διαρθρωθεί σε δύο επιμέρους μέρη τα οποία δεν αποκλίνουν με στεγανά μεταξύ τους.

Το πρώτο μέρος του διηγήματος, ξεκινά από την πρώτη παράγραφο και ολοκληρώνεται, εάν είναι δόκιμος ο όρος, στην εξής παράγραφο: «Ωστόσο στη Σκιάθο δεν πήγα παρά μονάχα πέρσι το Πάσχα, παρόλο που ο νους μου τριγύριζε συχνά στα ρόδινα ακρογιάλια και στα ποτόκια της».[3] Αυτή η παράγραφος λειτουργεί ως αφηγηματική ‘γέφυρα’ για την μετάβαση στο δεύτερο μέρος, το οποίο εκτείνεται έως το τέλος του διηγήματος.

Υπό αυτό το πρίσμα, θα υπογραμμίσουμε πως στο πρώτο μέρος τίθενται οι αφηγηματικές και γλωσσικές βάσεις για την κατασκευή ενός Παπαδιαμαντικού περιβάλλοντος ή πνεύματος εντός του οποίου τοποθετείται ο συγγραφέας, εγγράφοντας πάνω σε αυτό την νοσταλγία (‘κύμα’ νοσταλγίας), για ένα νησί το οποίο απώλεσε τον αλλοτινό και βαθιά Παπαδιαμαντικό του χαρακτήρα, ως απόρροια της τουριστικής επέκτασης και αξιοποίησης.

Με αυτόν τον τρόπο, επενδύει συμβολικούς και συγγραφικούς πόρους προς την κατεύθυνση ενεργοποίησης του ό,τι ο Macherey ορίζει ως «οπτικά σημεία»[4] (το ‘λιμανάκι’ για παράδειγμα),  καθιστώντας τα ταυτόχρονα συμβολικά σημεία[5] αναφοράς μέσω του οποίων αναδεικνύει στην επιφάνεια τις μεταβολές που έλαβαν χώρα, την αντίστιξη, δίχως κάτι τέτοιο να αρκεί για να τον ονομάσει ‘πολέμιο της εξέλιξης,’ μεταξύ της παρελθοντικής Σκιάθου, της Σκιάθου του Παπαδιαμάντη ο οποίος την επανεπινόησε λογοτεχνικά ως κοινότητα ανθρώπων και κάποιων κοινών αξιών, και της τωρινής, τουριστικής Σκιάθου, που κινδυνεύει να εκπέσει σε μορφή αξιοθέατου.

Έχοντας δομήσει ένα αφηγηματικό αλλά και οπτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δρα πρωτίστως ως λάτρης της Σκιάθου και αναγνώστης των έργων του Παπαδιαμάντη, μεταβαίνει σε ό,τι ορίσαμε πιο πάνω ως δεύτερο μέρος του διηγήματος.

Στο δεύτερο μέρος όπου οι κειμενικές αναφορές ή αλλιώς, τα Παπαδιαμαντικά κειμενικά θραύσματα πυκνώνουν και η Παπαδιαμαντική παρουσία δια των γλωσσικών αιχμών, επιδρά περισσότερο στην αφηγηματική οικονομία του ‘Σουραυλή’ (θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, παραπέμποντας στην Βασιλική Πέτσα που με τη σειρά της αντλεί από την θεώρηση του Halbwachs, πως ο Μηλιώνης προβαίνει στην «ανάκληση μνημονικών εγγραμμάτων εντός κειμένου»)[6]  ο συγγραφέας θυμάται παλαιότερες στιγμές ως επισκέπτης του νησιού.

Αν  στο πρώτο μέρος μιλά από χρονική απόσταση όντας αποστασιοποιημένος αξιακά, τότε, στο δεύτερο μέρος σπεύδει να ανακαλύψει εκ νέου το νησί όχι ως απωλεσθέν παράδεισο αλλά ως κοινότητα ανθρώπων, κάτι που πράττει με τους εξής τρόπους.

Πρώτον, συγχρωτίζεται με ντόπιους δίχως φόβο και άγχος (περιττό να πούμε πως η ιδιότητα του εκπαιδευτικού δεν χρησιμοποιείται), προκειμένου να εντοπίσει εκείνο το είδος μνήμης που ο Pierre Norra αποκαλεί «πραγματική μνήμη», η οποία είναι «κοινωνική και αβεβήλωτη, ασυναίσθητα, επιβλητική, παντοδύναμη, που πραγματώνεται αυθόρμητα»,[7] οργανωμένη εδώ  γύρω από την Παπαδιαμαντική παρουσία στο νησί.

Γύρω από πρόσωπα, τοπία, δρόμους που μπορεί να διάβηκε ο Παπαδιαμάντης και οι οποίοι αναπλαισιώνουν το νησί ως μέρος οικείο, ταυτοτικό, ανεξαρτήτως του πότε το επισκέφθηκε για τελευταία φορά ο Χριστόφορος Μηλιώνης. Μέσω αυτής της μνήμης ο τόπος αποκτά το περιεχόμενο που του δίνει ο συγγραφέας.

Δεύτερον, δίχως να αλλοιώσει ή να παρα-φράσει τα Παπαδιαμαντικά αποσπάσματα, διεπιδρά δημιουργικά μαζί τους (να τη η δια-κειμενικότητα) κάτι που του επιτρέπει να επιτελεί χρονικά άλματα, προκαλώντας μία συνειδητή σύγχυση ή ρευστοποίηση των ορίων μεταξύ του φανταστικού και της πραγματικότητας, σύγχυση που όμως είναι λειτουργική και δεν γίνεται εις βάρος του κειμένου και του αναγνώστη,[8] ο οποίος μπορεί να αποκομίσει την εντύπωση πως έχει μπροστά του το οικείο ύφος του Παπαδιαμάντη.

Και αυτό είναι δείγμα του πόσο  έχει εμπεδώσει βιωματικά και όχι μηχανικά, αυτό το ύφος, ο Μηλιώνης.

Τρίτον, αναγνωρίζει και ονομάζει πρόσωπα, καθαυτό Σκιαθίτικα και Παπαδιαμαντικά, τα οποία προτιμώνται ίσως έναντι των σύγχρονων περιηγητών του νησιού, ακριβώς διότι μπορούν και ενεργοποιούν προσωπικές μνήμες και εμπειρίες.

Στο σύντομο διήγημα ‘Κείνος ο Σουραυλής’ ο Ηπειρώτης συγγραφέας επιθυμεί να επιστρέψει στη Σκιάθο, νοηματικά, μνημονικά και συμβολικά, ό,τι ‘κέρδισε ο ίδιος από αυτήν,’ προσδίδοντας στον Παπαδιαμάντη ό,τι μπορεί να του στερεί η συγκυρία: Βάθος και αρχέγονο πνεύμα. Στοχασμό και εκείνο το είδος μοναξιάς που ωθεί προς την σπερματική δημιουργία.

«Ήταν απόβροχο, μια σπάνια ώρα. Και μες στη γαλήνη άκουσα καθαρά τη φλογέρα κείνου του σουραυλή, που σημαδιακός κι αταίριαστος έμελπε το μοιρολόγι της φώκιας. Ήταν την τελευταία μέρα μου στη Σκιάθο».[9] Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας. Ο Χριστόφορος Μηλιώνης μεταπλάθει σε συγγραφική δημιουργία, το βίωμα.

[1] Το έργο του Μηλιώνη, καθίσταται καθαυτό πολυ-πρισματικό και ιστορικό, με τα όρια μεταξύ δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικού βίου να συμπλέκονται και να αλληλοεπηρεάζονται, δίχως όμως ο Μηλιώνης να συγκροτεί έναν φαινότυπο ‘για όλες τις χρήσεις’ και για όλες τις εποχές. Είναι ενδεικτικό της συγγραφικής του προσέγγισης και τεχνικής, η εν γένει αντι-ηρωική και χαμηλόφωνη οπτική που υιοθετεί ως προς την εκδήλωση ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ), στην περιοχή της Ηπείρου, επιλέγοντας πλευρά (ΕΛΑΣ), δίχως όμως να διαμορφώνει την ταυτότητα του και την αφηγηματική οικονομία με βάση αυτή την επιλογή.

[2] Βλέπε σχετικά, Μηλιώνης, Χριστόφορος., ‘Κείνος ο Σουραυλής,’ Συλλογή Διηγημάτων ‘Καλαμάς κι Αχέροντας,’ Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, 2017, σελ. 111.

[3] Βλέπε σχετικά, Μηλιώνης, Χριστόφορος., ‘Κείνος ο Σουραυλής…ό.π., σελ. 116.

[4] Βλέπε σχετικά, Macherey, P., ‘A theory of literary production,’ London, Henley & Boston, Routledge & Kegan Paul, 1978.

[5] Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Μηλιώνης επιθυμεί να καταστήσει ως βασικό ακροατήριο του διηγήματος του, άτομα που έχουν κάποια σχέση με τη Σκιάθο.

[6] Βλέπε σχετικά, Πέτσα, Βασιλική., ‘Πολιτική βία, τρόμος και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική λογοτεχνία,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κόρινθος, 2014, σελ. 45.

[7] Βλέπε σχετικά, Πέτσα, Βασιλική., ‘Πολιτική βία, τρόμος και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική λογοτεχνία…ό.π., σελ. 50. Οι μνημονικές παρεκβάσεις είναι έντονες στο διήγημα και συνιστούν συστατικό στοιχείο της αφηγηματικής οικονομίας του.

[8] Από αυτήν την εντός κειμένου ‘συνάντηση’ των δύο συγγραφέων, προκύπτουν σειρά ζιγκ-ζαγκ, που καθιστούν τον αναγνώστη κοινωνό της ικανότητας της επανερμηνείας που διαθέτει η λογοτεχνία, αξιοποιώντας οτιδήποτε μπορεί  να συμβάλλει σε αυτό.

[9] Βλέπε σχετικά, Μηλιώνης, Χριστόφορος., ‘Κείνος ο Σουραυλής…ό.π., σελ,. 120.

Leave a Comment