January 9, 2022

Αλεξία Βίκτωρος – 2 ποιήματα

By In ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ

Μελωδία

Από εκεί και πέρα,
όλα
θα ‘ναι όλων μας,
υπό προϋποθέσεις.

Αυτό μου έλεγαν από παιδί,
πριν ακόμη γεννηθώ,
πρόσφατα,
ώσπου άστραψαν πρωτύτερα από ‘μένα κάτι πλάσματα,
ρηχά και ησυχασμένα,
με μελωδία από
παλιό πιάνο,
που προσπαθούσε να μιμηθεί
τη θάλασσα,
όποτε αυτή,
ψεύτικη
και ανθρώπινη,
έπλεε με τα χέρια πίσω
και τα πόδια σφιγμένα
-σαν να ‘χαν ψυχή οι άνθρωποι
που επέλεξαν να τους μοιάσει-
στη σκηνή μιας
μπαλαρίνας με σκούρο μπλε κορσέ στον λαιμό
να αφρίζει.

Κατάλαβα…
Κατάλαβα·
η ιδιοκτησία μου
ήταν
φυσική,
φυσική,
σαν τη θέλησή μου να αναβιώσω
τα άκαρδα του κόσμου.

————

Άνεμος

                                                                 “Speak low, if you speak love.”
                                                                                  William Shakespeare

 

Ο άνεμος μιλάει σιγανά
για ό,τι τον συντροφεύει σε κάθε του διάβα.

Ίσως γιατί ξανοίγεται τόσο,
που φοβάται, μήπως και εκτεθεί το άγγιγμά του,
όταν το παραφράσουν
οι θαμώνες,
οι θεοί,
σαν βελόνα που λαβώνει τις πέτρες από ράμματα
κι είναι πλέον ραμμένες ασφυκτικά μαζί
στο χτεσινό απόβραδο,
που ’χε ένα πάπλωμα κι εμάς πάνω στο τζάκι
να καίμε
και να αθανατιζόμαστε αέναα.
Έτσι
που βαθύ γκρίζο και θολό χιμάει
και απλώνεται στον ουρανό μας,
σε ένα κομμάτι τοίχο,
σε ένα ρήγμα χυδαίο – ανάμεσά μας, ανάμεσα σε εμάς και στη θέωσή μας –
χυδαίο από μάρτυρες εμάς, όχι από παραβίαση της θεϊκής ιδέας.

Μια ζωή,
ήχοι
θα αντιγράφουν πλάτες και ρόδια ακονισμένα·
τις τύχες των αρχαίων ανθρώπων.

Όμως, πάλι,
δε θα φλυαρούμε πιστά, εύκολα και δύσκολα.
Είμαστε ηττημένοι…

Πυρσοί θα μας γλυκαίνουν,
στιγμιαία
και μετά τη γλύκα τους,
θα την ταξιδεύει ο γλάρος
Ιωνάθαν Λίβινγκστον
σε ένα πεζοδρόμιο
πιο πίσω,
κάπου εκεί,
εκεί που η γλώσσα
είναι αγάπη
μια αρχή των μυστικών του Δεκέμβρη.

«Ψυχή μου,
πρέπει να αντέξεις τον εαυτό σου,
όπως σου έμαθε ο καθημερινός αστικός μύθος.
Αυτή είναι η χρήσιμη αφαίρεση του κόσμου».
Κουβέντα της γιαγιάς μου,
που δεν ήταν δική της.

Αυτό ήταν το σωστό μας.
Αυτό που έμενε ήταν η πιο άμεση αλήθεια.
Αυτό που έμενε πλάι, γύρω, πάνω μας …
Γι’  αυτό μας μοιάσαμε τόσο. Γιατί μας έμοιαζαν οι τόποι.

Όλα θα ήταν πολύ πιο διαφορετικά χτυπημένα πρωτύτερα.
Θα ήταν η ειρήνη μας, πόλεμός τους.
Κι η ελευθερία μας, προδοσία.
Μα,
τελικά, γίναμε
και πολεμοχαρείς και προδότες.

Στο τέλος, μας έσφαξε η συνήθεια
κι έσταξε χρυσαφί. Πνίγηκε. Φυλάχτηκε. Χάθηκε για κάποιον κάτι – ο καθένας το ‘πε, όπως ήθελε.
Τρόμος κι ανακούφιση.
Δεν έχουμε πολλά να κουβαλήσουμε.
Μόνο τις εικόνες των μεταφορών μας.

Τώρα
πες πως ανταμώσαμε κάπου
– ενώ δεν ήμασταν εμείς –
τους πληγωμένους και ανήμπορους της ζωής
Θα ‘ναι ανακρίβεια να το ομολογήσουμε,
ενώ φεύγουμε με ελάχιστα ποιήματα,
δικά μας πια,
ολοδικά μας.
Κανείς δε θα μας πιστέψει,
κανείς δε θα καταλάβει ότι όλο αυτό τον καιρό
δεν κάναμε τίποτ’ άλλο,
παρά κάποια λογικά οράματα.


*Η Αλεξία Βίκτωρος γεννήθηκε το 2001 στη Λευκωσία. Σπουδάζει Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές με δευτερεύον πτυχίο στις Κλασικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση.

 

Leave a Comment