July 20, 2017

Σελίνα – Ποίημα του Βαλάντη Γαούτση

By In ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ

Όταν στενάχωρη μ΄αποθυμείς, τροχάδην θε να πάγω
ν΄αρπάξω απ΄τα χέρια του Θεού μαχόμενος ένα δισκοποτήρι·
κρεμάμενη σαν κλαις μονάχη σου στης κάμαρης το παραθύρι,
λίγα δακρύγια σου φύλαξε,να πιω,κυρά· θα΄ρθώ να μεταλάβω.

Σαν από μακριά με ειδείς με δρασκελιές να πλησιάζω,
κραυγάζοντας να μου μηνείς πως θάνατος με πήρε στο κατόπι.
Αγέρωχα τη ζωή μου θά΄δινα να τηνε πιει σε τρελό του γλεντοκόπι:
με το αίμα μου ΄κείνος να μεθεί, κι εγώ να τον εγκωμιάζω
κι έπειτα,περί του έρωτός σου για με,στα μούτρα να του κομπάζω.

Σηκώνει έξαλλος ψηλά την κοφτερή του αξίνα
μεθυσμένος καθώς ήταν απ΄ την εύγευστη θλιβερή ζωή μου,
βλέπω κάτι ανθρώπινο στα μάτια του που μαυρίζει την ψυχή μου:
εδάκρυσε,θυμούμενος μια πόρνη που ερωτεύτηκε,τη λυγερή Σελίνα.

Ήταν μια βραδιά που στάλθηκε ν΄αφαιρέσει την πνοή της,
καθώς έμαθε πως κάποιο ερωτοκάμωμα την έκανε ν΄αυτοκτονήσει.
Ίσα που την πρόλαβε στις προσευχές προτού να ξεψυχήσει
κι εξάπλωσε το σώμα της απαλά, και χάιδεψε την κεφαλή της.

Εκείνη τον επαρακάλαγε να τελέσει το μόνο του καθήκον
καθώς γαλήνια έμοιαζε κι έτοιμη πια ν΄αποδημήσει.
Ο Χάρος εγητεύθηκε απ΄την ομορφιά,κι ήθελε τη ζωή να της χαρίσει,
μα τ΄αμάρτημά της επέμενε,ήταν βαρύ,και στο ποιόν της μη προσήκον.

Ξεκίνησε με λυγμούς το γεγονός να του εξιστορεί:
«Επήγα για δυο τάλαρα με τον πατέρα μου,χωρίς να τον γνωρίσω.
Είχε χρόνια πολλά που ο φόνος της μάνας τον έμπασε στη στενή
και σαν με πλήρωνε,ξεστόμισε τ΄όνομά του-μαύρη ώρα και στιγμή-
σιχάθηκα τότε τη ζωή μου,και θέλησα να τηνε πάρω,να τη θρηνήσω».

Ο Χάρος της έπλυνε με τα θερμά του δάκρυα την από μαχαιριά πληγή
κι έλουσε τα μαλλιά της στα πόδια του με της Άρνης το νερό.
Εκαθόμουν και τον άκουγα συντετριμμένος  απ΄τα λόγια του κι εγώ
καθώς έκλειναν τα μάτια μου κι η αναπνοή μου ήταν πια λιγοστή.

Ορκίστηκε πως από δώ κι εμπρός, όσο υφίσταται η ύπαρξή του
δε θα επιτρέψει τίποτε και σε κανέναν πια να την ξαναπληγώσει,
ώσπου τού ΄γιν΄εμμονή. Φρόντιζε τον έρωτα για κανέναν να μη νιώσει.
Μια νύχτ΄αυτή τον έδιωξε,τον απαρνήθηκε,κι έμεινε στέρφα η θαλπωρή του.
Επληγώθη κι αναχώρησε,μα πίστευε μια μέρα πως ξανά,θα γενεί δική του.

Ετελείωσε την ιστορία του με την ξεστρατισμένη κόρη πια ζωντανή
κι ίσα που προλάβαινα να τον ρωτήσω προς τι ο φθόνος του για ΄μένα.
Πάνωθέ μου άκουγα την αγαπημένη μου να κλαίει,να με μοιρολοεί
κι ο Χάρος την εκοίταζε κι αυτός με μάτια κατακόκκινα, κλαμένα.

Του λέγω: «Θάνατε,αφού ποθαίνω,μην καθυστερείς,για το Θεό,αρχίνα.
Να μάθω,έστω,γιατί έτσι έξαφνα με παίρνεις μακριά απ΄την καλή μου».
Αρχίζει μυστικά ΄π΄το παρελθόν της αγαπημένης μου κυράς ν΄ ανιστορεί μου,
καταλήγοντας πως κάποτε, την καλλονή αυτή, τη φώναζαν Σελίνα.

Leave a Comment