Διανυκτερεύον φαρμακείο,
διανυκτερεύον βενζινάδικο,
διανυκτερεύον ποίημα.
Μυρωδιά φορμόλης κι ιωδίου
κι 7 σβησμένα κεριά.
Στον γυάλινο διάδρομο βηματίζει ο ξέσαρκος γέρος καπνίζοντας.
“Ωχ, ωχ”, ξεφώνισε η γυναίκα.
“Ωχ, ωχ”, φώναξε πάλι, και γέννησε.
(από την συλλογή, ‘Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα’, Κέδρος, 1991)