October 16, 2019

Μικρό οδοιπορικό στην ποίηση του Στέφανου Παντελίδη

By In ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ

*Γράφει ο Ε.Μύρων

Δεν φταίει ο άνεμος που μας σκορπά
Φταίει που είμαστε φύλλα

 

Είναι λίγα χρόνια πριν που τράκαρα πάνω στα ποιήματα του Στέφανου Παντελίδη. Το άγαρμπο ρήμα δεν είναι τυχαίο εδώ: από την ανάγνωση των στίχων του ως τη μεταξύ μας αλληλογραφία τελείται πάντοτε μια σύγκρουση. Βρίσκουμε πάντα λόγους να διαφωνήσουμε, από το ρυθμό και τη σειρά ή την επιλογή των λέξεων ως τον καταστρεπτικό ή ευεργετικό ρόλο της νόησης στην ποίηση. Όμως πρόκειται πάντα για γοητευτικές αντιμαχίες που πετυχαίνουν τον σκοπό τους: πάνε το πράγμα λίγο παραπέρα…

Με το ζωνάρι μονίμως ανοιχτό ο Στέφανος έχει καταλάβει το ουσιώδες, (συχνότατα παραβλεπόμενο από πολλούς γραφιάδες και ποιητάδες): Ποίηση είναι ρ ή ξ η, καταμέτωπο επίθεση σε κάθε εγκατεστημένη σιγουριά, σε κάθε προτομή και άγαλμα έτοιμων αληθειών. Κι αν δεν το πράττει με τη φόρμα του, το πράττει με τον στίχο του:

 

ΕΝΟΧΕΣ· ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ

Στεκόταν το περιστέρι καταμεσής του δρόμου.
Δεν αντέδρασε αυτό
κι εγώ
το παρέκαμψα.

Κι αν ήθελε ν’ αυτοκτονήσει;
Θα έπεφτε απ’ το μπαλκόνι;
Θα έκοβε τις φλέβες του;

Καταμεσής του δρόμου θα στεκόταν

κι εγώ —ο αχρείος—
το απέφυγα.

(Εκεί που δεν με σπέρνουν, 2019)

Ακόμα και στους τίτλους των συλλογών του είναι έκδηλη η εσωτερική ώθηση, αυτή η ακατάπαυστη φλόγα, (ενίοτε μεγάλο βάσανο, αλλά εργαλείο αναγκαίο για κάθε ποιητή), για ρήξη με την καθεστηκυία τάξη. Πάντα είχα την αίσθηση πως ο Στέφανος βγάζει φλύκταινες με οτιδήποτε καθωσπρέπει.

Εξ όσων γνωρίζω το λογοτεχνικό συνάφι της Κύπρου τον έχει «στην απέξω» διότι δε διστάζει να πει τη γνώμη του και να στηρίξει τα πιστεύω του με το ανάλογο κόστος. Όπως για παράδειγμα όταν τον κάλεσαν σε μια εκδήλωση για τον Καβάφη. Ο Στέφανος με ενθουσιασμό απάντησε θετικά. Λίγο αργότερα ενημερώθηκε πως πρόκειται για τον θρησκευτικό Καβάφη και αμέσως έπαθε… ανεμοβλογιά, ιλαρά, οστρακιά και ερυθρά στη συσκευασία του ενός κι έμεινε σπίτι να ξαναδιαβάσει τον Μύρη…

 

ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ ΚΑΒΑΦΗ 2013

Αφήστε τον, τον Αλεξανδρινό,
στις σκοτεινές τις κάμαρές του,
πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα,
πίσω απ’ των κεριών το χαμηλό το φως.

Αφήστε τον, πολύ σπανίως,
να κατεβαίνει τα σκαλιά,
και στα κρυφά να δοκιμάζει,
τα δυνατά κρασιά της ηδονής.

Βρείτε το δικό σας δρόμο, τον Ιωνικόν,
φτιάξτε τα σπασμένα τα αγάλματά των.
Βγείτε στο δικό σας πηγαιμό.
Σταθείτε στις δικές σας Θερμοπύλες.
Δείτε πόσο γρήγορα σας σβήνουν τα κεριά.
Κι όσο μπορείτε προσπαθήστε,
έτοιμοι να είστε,
σαν έρθει κι η σειρά σας να ακούσετε από τα μακριά,
το μουσικό το θίασο να περνά.

(Εκτός νόρμας, 2014)

 

Είναι μια μάχη άνιση, ο ποιητής είναι εν τη γενέσει απόβλητος και περισσεύων. Και γι’ αυτό δεν μπορεί να κάνει οικονομία δυνάμεων, να στριμώχνεται σε ποιητικό λεξιλόγιο, να περιορίζεται στην έκφραση και στο περιεχόμενο ή να οπισθοχωρεί σε θέματα φρίκης ή κυνισμού – τα πράγματα έχουν σοβαρέψει, αν έχει ελπίδα η ποίηση να απαντήσει σε ερωτήματα που δεν έχουν το θάρρος να σηκωθούν όρθια, ο ποιητής οφείλει να κυνηγάει το ανεξέλεγκτο, και γι’ αυτό πρέπει κάθε ντροπή, σεβασμός και ορθότητα να πάνε στα τσακίδια. Ας είναι, σε όσους δεν αρέσουν όλα αυτά, μπορούν να κλείσουν το κείμενο τώρα και να διαβάσουν Χαραλαμπίδη ή ακόμα και Ελύτη.

 

ΑΙΣΘΗΤΗ ΑΠΟΥΣΙΑ

Για χρόνια δεν ήξερα γιατί
αρέσει τόσο στους ανθρώπους
να βλέπουν θάλασσα και ουρανό.

Τώρα καταλαβαίνω
πως είναι επειδή
εκεί
δεν έχει ανθρώπους

(Εκεί που δεν με σπέρνουν, 2019)

 

Εδώ θα μου επιτρέψετε μια μικρή παρέκκλιση απ’ τα ποιητικά καθώς το ποίημα χρίζει φιλοσοφικής στήριξης. Όσοι έχουν διαβάσει τον εξωλκεά της αισιοδοξίας Σόπενάουερ ή τον καταιγιστικό επίτροπο του κυνισμού Εμίλ Σιοράν θα εισπράξουν αμεσότερα το ποίημα.

Καταρχάς, η εμφανής μισανθρωπία δεν είναι τίποτα άλλο από βαθιά αγάπη για τον Άνθρωπο. Αλλά όχι τον άνθρωπο της ευκολίας. Τον άνθρωπο που δεν τολμάει να κοιτάξει τα άστρα γιατί αναπαύεται στο αφράτο στρώμα του κίβδηλου. Το εταιρικό ανθρωποειδές που δεν διστάζει να πατήσει επί πτωμάτων για να εξελιχθεί με το σαθρό επιχείρημα μιας καπιταλιστικής «αγνοποίησης» του τόσο εκμεταλλεύσιμου ανθρώπινου μόχθου, που δεν είναι τίποτα άλλο, βέβαια, από β ο ύ λ η σ η για δύναμη. Τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας που την κατακαημένη την κατσίκα του γείτονα την έχει καταραστεί περισσότερο από τον διάολο, γιατί απλούστατα συμμετέχει στο κοινωνικό σπάρινγκ. Αφήστε τους να ολολύζουν μετά για ουμανιστικά πιστεύω κι άλλα τέτοια ηχηρά. Κούφιες παντιέρες γιατί οι τύψεις προκαλούν κρυοπαγήματα. Δεν ψάχνει αυτόν ο ποιητής.

Ο αληθινός άνθρωπος λείπει του Στέφανου, ο γνήσιος, που γελά και το στήθος του ανασηκώνεται. Αυτή είναι η αισθητή απουσία που τον κάνει να νοιώθει μόνος μέσα σε πολύβουη πόλη και ουδαμόθεν σταλθείς.

Ξέφυγα πάλι, ας επιστρέψουμε στα ποιητικά. Γυμνός ο στίχος από κάθε στολίδι, μοιάζει σχεδόν απλοϊκός. Αλλά αρκεί μια μικρή απόσταση από την πρώτη ανάγνωση και αίφνης το ολιγόστιχο αυτό ποίημα αρχίζει να ξεχειλίζει νοημάτων, ερωτηματικών και συζητήσεων. Βέβαια προϋποθέτει τον Σιοράν, τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε για την πλήρη σύλληψή του, αλλά και χωρίς την αρωγή της φιλοσοφίας το ποίημα στέκει μια χαρά,  αιχμηρό και γόνιμο.

 

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ «ΧΑΜΕΝΟΣ» Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μα δεν ήταν και κανένας ωκεανός
— πέλαγος ήταν.

Εκεί όπου ένας άσχετος ψαράς
τη βρίσκει την Ιθάκη.

Γυρνούσε -—-λέει— ο πολυμήχανος
από νησί σε νησί
(κι από γυναίκα σε γυναίκα)
ο καημένος.

Και η Πηνελόπη ευτυχώς
δεν τον περίμενε με σταυρωμένα πόδια.

Δούλευε κι αυτή καλά τον «αργαλειό» της.

 

(Εκεί που δεν με σπέρνουν, 2019)

7 + 1 ποιήματα από την 3η συλλογή του Στέφανου Παντελίδη "Εκεί που δεν με σπέρνουν"

 

Σαρκαστικός αλλά και με κέφι τολμάει να αναμετρηθεί και με ομηρικά κείμενα τα οποία πολλοί θεωρούν (γιατί άραγε;) «κοιτάξτε και μην αγγίζετε». Η παράδοση δεν είναι λείψανο για προσκύνημα, ο ποιητής ο φ ε ί λ ε ι να φέρει ενέσεις αδρεναλίνης στην πένα του.

 

ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ [Ι]

Είμαι πιο πονηρός από ιερέα
πιο άδικος από δικαστή
πιο άνομος από αστυνόμο
πιο μικροπρεπής από βουλευτή.

Να με προσέχεις
— γιατί είμαι εσύ.

(Εκεί που δεν με σπέρνουν, 2019)

 

ΑΥΤΟΣ

Αυτός ο αχρείος που ζει στο σπίτι μου

γεύεται τη γυναίκα μου,
μεγαλώνει τα παιδιά μου.

Αυτός ο τιποτένιος που πάει στο γραφείο μου

συναντιέται με τ’ αφεντικό μου
γράφει memo στ’ όνομά μου.

Αυτός ο άθλιος που βγαίνει με τους φίλους μου,

λέει τ’ αστεία μου,
γελά με τα δικά τους.

Αυτός
ναι, αυτός

να ξέρει πως υπάρχω ακόμη.

(Πάω γυρεύοντας – κατά τον δαίμονα εαυτού, 2016)

 

Εδώ μπαίνουμε στα χωράφια της ψυχολογίας και φοβάμαι πως θα ξεστρατίσω πάλι από τα ποιητικά αν αρχίσω να γράφω για την διαστρωμάτωση του ασυνειδήτου και τη συνεπαγόμενη πολλαπλότητα του υποκειμένου. Θα αρκεστώ στο γνωστό μα αξεπέραστο του αγίου Αρθούρου Ρεμπώ, που, ως είθισται, πρόλαβε να γράψει: είμαι ένας άλλος (Je est un autre) πριν η ψυχιατρική εγκατασταθεί ως επιστήμη.

 

ΠΑΛΑΙΟΣ HOMO SAPIENS

Στάθηκε στα δυο του πόδια
έφτιαξε εργαλεία
άναψε φωτιά
ανέπτυξε γλώσσα
κοίταξε ψηλά
είδε τα άστρα
κατάλαβε το μέγεθός του
κατάλαβε το τέλος του

Φοβήθηκε
και κρύφτηκε στη σπηλιά του

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ HOMO SAPIENS

Έφτιαξε υπολογιστές
έφτιαξε δορυφόρους
είδε τα άστρα
μέτρησε το σύμπαν
κατάλαβε το μέγεθός του
κατάλαβε το τέλος του

Φοβήθηκε
και έτρεξε για ψυχοθεραπεία.

 

(Πάω γυρεύοντας –κατά τον δαίμονα εαυτού, 2016)

Στέφανος Παντελίδης: 12 ποιήματα από τη συλλογή "Πάω γυρεύοντας [κατά τον δαίμονα εαυτού]"

 

Έγραψα παραπάνω για λεκτικές διαμάχες με τον Στέφανο για το ρόλο της νόησης στην ποίηση. Δεν ξέρω ποιος έχει δίκιο, ξέρω όμως πως αντιδρά σε στίχους και ποιήματα επιμελώς… ατημέλητα, δήθεν ιρασιοναλιστικά πασαλείμματα πάνω σε μια απλή (εδώ μάλλον απλοϊκή) σκέψη. Νομίζουν οι ποιητάδες αυτοί πως κρύβοντας τον ποιητικισμό τους με τραβηγμένες παρομοιώσεις ή σπάνιες λέξεις θα φτάσουν στο ποίημα, αγνοώντας, όπως φαίνεται, την χαώδη απόσταση μεταξύ ποιητικισμού και ποιήσεως. Είναι αυτοί που έκαναν τον Έλιοτ προφήτη, γιατί δεν καταλάβαιναν λέξη απ’ όσα έγραφε. Το δίνει εύστοχα στα παρακάτω ο Παντελίδης:

 

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ

Αφήστε τα ηρεμιστικά.
Διαβάστε λίγη ποίηση.
Στο τρίτο ποίημα,
δεν θα σας κρατούν τα βλέφαρα σας.

ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΩ ΩΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Θα αρχίσω και εγώ τα ακαταλαβίστικα.
Να γράψω ας πούμε για τον Ηνίοχο
και το ένα το άλογο που ορμούσε χωρίς αιδώ.
Αυτό που -χρόνια αργότερα- ονόμασε ο Φρόυντ id.

Να γράψω ύστερα για πάμφωτα ελεγκτήρια
και χείλη σκοτεινά στη λήθη της θυέλλης.

Στο τέλος, θα προτάξω πάραυτα
τον δόλιο κερματισμό του υποκειμένου,
που σέρνει πρώιμα η θάλασσα
εκεί που ξημερώνει.

Και κάποιοι, που δικαιολογημένα
δεν θα καταλάβουν τίποτα,
αδικαιολόγητα επιτέλους
θα με τιμήσουν.

(Πάω γυρεύοντας – κατά τον δαίμονα εαυτού, 2016)

 

Αρκετοί μόλις διαβάσουν τα ποιήματα του Παντελίδη θα μιλήσουν για επιρροή και σκιά από τον Κώστα Μόντη. Σαφώς έχει επηρεαστεί, παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει –δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Εγώ θα έλεγα πως δημιουργική επιρροή υπάρχει και από τους Καβάφη, Νίτσε και Λιαντίνη – οι μυημένοι ίσως βρουν συγγένειες και με τον Χρίστο Λάσκαρη. Όμως αν κοιτάξουν καλλίτερα τα πιο δυνατά του ποιήματα θα δουν πως δεν πρόκειται για άγονη μίμηση μα για δημιουργική ανανέωση. Δείτε το παρακάτω ποίημα:

 

Ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ

Ξεσπούσανε σε γέλια,
ξανά και ξανά,
στεκόμουνα στη μέση,
και τα ‘λεγα, το ένα μετά το άλλο.

Πραγματικά αστεία.
Γνήσιο, πηγαίο χιούμορ.

Και κάθε λίγο
κι άλλο ξέσπασμα,
κι άλλο χαχανητό.

«Πολύ χαρισματικός».
«Καλύτερος κι από γελωτοποιός».

Ύστερα πήγα σπίτι μου.
Και έκλαψα.

(Εκτός νόρμας, 2014)

 

Δεν απαντάει στις γνωστές πλέον «Νύχτες» του Κώστα Μόντη; Καταφέρνει όμως ένα προχώρημα, ένα βήμα παρακάτω.

Ή σ’ αυτό

ΕΑΥΤΟΣ[2]

Αυτός δε θέλει παρακάλια.
Ούτε προσευχές και αγρυπνίες.
Δεν αποδέχεται τάματα.
Δεν του γελάς.
Αυτού.

(Εκτός νόρμας, 2014)

 

η φόρμα και το ύφος πράγματι μας θυμίζουν τον αγαπημένο δάσκαλο Κώστα Μόντη, όμως δεν υπάρχει τίποτα το κατακριτέο όταν ο ποιητής τα χρησιμοποιεί, ως επιπλέον εργαλεία, για να εκφραστεί πιο πυρηνικά. Τυχαίνει να γνωρίζω πως ο Παντελίδης γράφει βιωματικά. Γράφει μόνο όταν τον πιέζει η ανάγκη της έκφρασης γιατί απλούστατα δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, κι όχι από κάψα να τιτλοφορηθεί ποιητής που ’λεγε ο Καρυωτάκης…

 

ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ

Σας στέλνουμε πρόβατα

– μας στέλνετε λύκους.

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΟΥΛΗ Ν’ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ

Άβουλη Βουλή,
πες μας τη Βουλή σου.

(Εκτός νόρμας, 2014)

Κλείνοντας, θα πρότεινα σε όσους αγαπούν την ποίηση να διαβάσουν με την ψυχή τους τα ποιήματα του Παντελίδη, ξανά και ξανά. Αξίζουν. Πιστεύω πως έχει πολλά να δώσει, ίσως τον πείσω κάποτε να απλωθεί υφολογικά και ν’ αρχίσει να καταστρέφει τη γλώσσα ώστε να γεννήσει νέα, και τότε θα δούμε ακόμα διαυγέστερα όσα έχει να μας πει. Όπως και να έχει, το ύφος είναι ξεκάθαρα επιλογή του καθενός. Η τόλμη του Στέφανου σπανίζει στην εποχή μας και η λογοτεχνία έχει ανάγκη από πένες που θα πουν την αλήθεια τους ξέροντας από πρώτο χέρι πως θα την πληρώσουν ακριβά. Όσοι άπιστοι, λοιπόν, προσέλθετε..

 

Ε. Μύρων – Οκτώβριος 2019

1 Comment
  1. Αντώνης Περδίκαρης October 21, 2019

    Θέλει γερό στομάχι για να αντέξει κανεις τέτοιες αλήθειες. Και αρκετές αναγνώσεις του κειμενου αυτού. Πολύ ωραία παντως το γράψατε για τον Ελύτη. Τα ποιήματα πρέπει να μας ξεβολεύουν.

    Αντώνης Περδίκαρης

    Reply

Leave a Comment