ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΠΟΙΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΨΑΡΑ**
Θυμάμαι κάποιο φίλο μου , έναν ωχρό καμπούρη
στο μακρινό μου το χωριό που έκανε τον ψαρά.
Πολλές φορές ψαρεύαμε μαζί κι αυτός ξεχνιώταν
με τα κουπιά στα χέρια του κυττώντας τα νερά …
Κ’ ήταν μακριά τα χέρια του σαν τα κουπιά που εκράτει
και μια σχισμένη ναυτικήν εφόραγε στολή.
Έμενεν ώρες σιωπηλός κι ακίνητος σα σφίγγα
κι έπειτα ως νάταν μοναχός αρχίναε να μιλεί.
Δε μίλαε για ναυάγια δεν έλεε για φουρτούνες,
ή για κυρές της θάλλασας με ουρά και με φτερά,
γι’ απλά εμιλούσε πράμματα και για συνιθισμένα
που όμως στο στόμα του αυτουνού γινόταν θλιβερά.
Είχε μια βάρκα έτσι μικρή που μόλις τον χωρούσε
και που την έλεε μοναχός “σπίτι χωρίς σκεπή”.
Ο κόσμος τον επείραζεν αυτός αδιαφορούσε.
Ίσως δεν είξερε ο φτωχός τον πόνο του να πει.
Πολλές φορές τον άκουγα βραχνά να τραγουδάει
ένα τραγούδι ερωτικό μαζί και ναυτικό
και μου φαινόταν πως σ’ αυτά τ’ αρρωστημένα στήθη
κρυβόταν κάποιο θλιβερό μεγάλο μυστικό.
Και μια βραδιά τον βρήκανε μες τη μικρή του βάρκα
με τα μικρά τα μάτια του κλειστά για πάντα πια …
Θυμάμαι κάποιο φίλο μου ψαρά που αφηρημένο
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δείλια και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.
Σα να ῾χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερὸ δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή απὸ κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτό σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω.