December 19, 2017

3 ποιήματα του Καββαδία που δε συμπεριλήφθηκαν σε καμία συλλογή του

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τρία υπέροχα ποιήματα του Νίκου Καββαδία, τα οποία δεν εντάχθηκαν σε καμία από τις συλλογές του, κατόπιν δικής του απόφασης. Αργότερα, τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε διάφορα έντυπα.
 
 
ΑΓΑΠΑΩ*
 
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
 
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβοων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
 
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
 
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα ‘ρθουν πίσω
αγαπάω, και θάθελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω
 
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
 
*Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδιας το 1929
 
 

ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΠΟΙΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΨΑΡΑ**

Θυμάμαι κάποιο φίλο μου , έναν ωχρό καμπούρη
στο μακρινό μου το χωριό που έκανε τον ψαρά.
Πολλές φορές ψαρεύαμε μαζί κι αυτός ξεχνιώταν
με τα κουπιά στα χέρια του κυττώντας τα νερά …

Κ’ ήταν μακριά τα χέρια του σαν τα κουπιά που εκράτει
και μια σχισμένη ναυτικήν εφόραγε στολή.
Έμενεν ώρες σιωπηλός κι ακίνητος σα σφίγγα
κι έπειτα ως νάταν μοναχός αρχίναε να μιλεί.

Δε μίλαε για ναυάγια δεν έλεε για φουρτούνες,
ή για κυρές της θάλλασας με ουρά και με φτερά,
γι’ απλά εμιλούσε πράμματα και για συνιθισμένα
που όμως στο στόμα του αυτουνού γινόταν θλιβερά.

Είχε μια βάρκα έτσι μικρή που μόλις τον χωρούσε
και που την έλεε μοναχός “σπίτι χωρίς σκεπή”.
Ο κόσμος τον επείραζεν αυτός αδιαφορούσε.
Ίσως δεν είξερε ο φτωχός τον πόνο του να πει.

Πολλές φορές τον άκουγα βραχνά να τραγουδάει
ένα τραγούδι ερωτικό μαζί και ναυτικό
και μου φαινόταν πως σ’ αυτά τ’ αρρωστημένα στήθη
κρυβόταν κάποιο θλιβερό μεγάλο μυστικό.

Και μια βραδιά τον βρήκανε μες τη μικρή του βάρκα
με τα μικρά τα μάτια του κλειστά για πάντα πια …
Θυμάμαι κάποιο φίλο μου ψαρά που αφηρημένο

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΧΑΛΛΑΣ
 
**Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο “Διανοούμενο” το 1930 και διατηρήθηκε η ιδιαίτερη ορθογραφία του
 
 
ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ***
 
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.        
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δείλια και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.
Σα να ῾χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερὸ δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή απὸ κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτό σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω.
 
ΚΟΛΙΑΣ
 
***Ένα ποίημα που έστειλε ο ποιητής στη Θεανώ Σουνά, την οποία και ειχε ερωτευτεί προς το τέλος της ζωής του.
 

Leave a Comment