March 7, 2020

Η ποίηση ως παρουσία: Γιώργος Σεφέρης

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης*

«Φτωχικά χώματα, πολύ φτωχικά, καμένα θάμνα, πέτρες· – τις αγαπήσαμε τούτες τις πέτρες, τις δουλέψαμε. Ο καιρός περνάει. Περίλαμπρα λιογέρματα. Μια λάμψη βισσινιά στα τζάμια. Πίσω απ’ τα τζάμια πήλινες γλάστρες, ανύπαντρα κορίτσια. Αχνοί ανεβαίνουν απ’ τον ελαιώνα. Όταν πέσει το βράδυ, πίσω απ’ τα κυπαρίσσια ανηφορίζει η πομπή των πεπλοφόρων· το βάδισμα τους, κάπως άκαμπτο, με μιαν αρχαία, λυπημένη περηφάνια· καταλαβαίνεις μεμιάς απ’ το βάδισμα: τα γόνατα τους είναι μαρμάρινα, σπασμένα, κολλημένα με τσιμέντο» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Βραδινή πομπή/Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη’).

Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, εγκλητική και εκτατική, περιλαμβάνει μείζονα και μη συμβάντα, ανατρέχει στη ‘χορεία’ του ελληνικού ως δι-επαφή και ως διάρκεια, προσδιορίζοντας παράλληλα τους όρους της ιδιαίτερης μεταιχμιακότητας, τοποθετούμενη μεταξύ της ‘έκλαμψης’ και της τραγικότητας του 20ου αιώνα.

Η Σεφερική ποίηση δια-κρατεί τις εκφάνσεις της αίσθησης του ‘ανήκειν’ στο ‘σώμα’ της ίδιας της ποίησης, εκεί όπου ο ποιητής συγκροτεί συμβολισμούς, δια-περνά την αγωνία ως ‘σιωπηλή’ και ‘λιτή κραυγή’, ανατρέχοντας σε μία ιστορία που συνεχίζεται, επιδραστικά & βιωματικά.

Εντός των παραλληλισμών ποίησης και ‘εκ-φεύγουσας’ αναφοράς της, ο Γιώργος Σεφέρης αναπτύσσει την γλώσσα του στοχαστικά ακριβούς, ανασημασιοδοτεί τον ίμερο της ‘επετειακής’ απόδοσης συμβάντων, προσιδιάζοντας προς τις όψεις της συνάρθρωσης μεταξύ μίκρο και μάκρο-κόσμου, ποιητικού στην επάρκεια του, ανθρωπο-κεντρικού στις αναφορές του, ελληνικού ή και ελληνίζοντας στην απόδοση του, εκεί όπου ο τόπος, η ‘τοπικότητα’ δεν προσδιορίζονται με όρους μίας ιδιαίτερης ‘υστεροφημίας’ αλλά εντάσσουν εικόνες, λέξεις-‘θραύσματα’ ως προς αυτό που δηλώνουν: βαδίζουμε με ή παρά την θέληση μας;..

Συναρμόζοντας τον μίκρο και τον μακρόκοσμο, η Σεφερική ποιητικότητα απορεί για αυτό που επιτελείται ‘ακαλαίσθητα’ αλλά ρυθμικά, εγγράφει το μίκρο-στοιχείο, καθεαυτό ανθρώπινο, στις ‘ροές’ της μάκρο-ιστορίας, επαναπροσδιορίζοντας, σε στιγμές κρίσιμες, τους όρους μίας ποίησης που δύναται να δια-ρρήξει τους όρους της απολυτότητας: υπό αυτό το πρίσμα, ο ποιητής-περιώνυμος αναζητητής, αναζητεί τις συνηχήσεις των κυμαινόμενων επιστρώσεων της μνήμης, του δηλωτικά και μη μνημονικού, συν-διαλέγεται με τις εκφάνσεις της αυτο-αναφορικής επιδοκιμασίας, δηλώνοντας ο ίδιος ποιητής του ποιητικά αισθητού, του ‘φορτίου’ της ‘επωνυμίας’: γράφει, φέροντας το βάρος του ‘ζην επικινδύνως’, το βάρος της άρσης των γενεαλογικών συντεταγμένων.

‘Προϊόν’ των αντινομιών-αντιφάσεων και των αντιθέσεων που ‘ταλάνισαν’ τον ελληνικό 20ο αιώνα, ο Γιώργος Σεφέρης κατέγραψε στην ποιητική του γλώσσα τους ‘κλονισμούς’ της ‘εντοπιότητας’, τις αρθρώσεις της ελληνικότητας σε ένα παρόν που ‘διαρκεί πολύ’, για να παραπέμψουμε και να παραφράσουμε τον Λουί Αλτουσέρ, δομώντας το ορατό, την προσίδια ‘ορατότητα’ δίχως περισπούδαστε ‘ευχές’: Μέσα στα ερείπια, μία χώρα δίχως εμπρόθετες δια-σφαλίσεις, μία ελληνικότητα που αναζητεί την ή τις λέξεις της επανεπινόησης της στην μεταιχμιακότητα των όρων: με ή δίχως μνήμη; Ο κριτικός λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης, στην  κριτική του μελέτη για την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, εστιάζοντας στις ποιητικές συνηχήσεις μεταξύ Τόμας Έλιοτ και Γιώργου Σεφέρη, αναφέρει σχετικά με την Σεφερική ποίηση: «Και μ’ όλη την επίδραση που δέχτηκε, η ποίηση του κράτησε την αυτονομία της, είναι κόσμος ανεξάρτητος, που τρέφεται από το ελληνικό έδαφος, από την ελληνική ιστορία και από τη σύγχρονη ελληνική ζωή, φανερώνει έναν ιδιαίτερο δικό του πλούτο από ευρήματα που ξαφνιάζουν, από βαθιά συναισθήματα, εικόνες και σύμβολα με τη σφραγίδα ενός αυτοδύναμου δημιουργού».[1]

Η εκφραστική του γλώσσα προσδιορίζει & προσδιορίζεται από απεικάσματα εικόνων, φυσικών και ανθρώπινων, αφήνοντας να εκ-βάλλει μία αίσθηση ‘πειράματος’ πάνω στην ιστορία και στις πέτρες του τόπου: «στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα είταν ίσως το δικό μας σπίτι προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις».[2]

Σε ένα μικρής διάρκειας ποιητικό απόσπασμα, ο ποιητής εγκολπώνεται τις σημάνσεις της ιστορίας, περιδιαβαίνει στις εκτάσεις της μνήμης, νοηματοδοτεί το πλαίσιο του ‘κανονικοποιημένου’ και μη ηρωϊσμού, θέτοντας διε-ρωτήσεις ‘αφής’: ποιες είναι οι μείζονες στιγμές της ελληνικής ιστορίας;. Πως προσδιορίζονται; Πως, διαμέσου των διάστικτων ερειπιώνων, αναδεικνύεται το υποκείμενο, που καθίσταται το συμβολικό σώμα των αναφορών του;..

Η ποίηση διασπείρει την δυναμική του ‘φάσματος’, ‘τροφοδοτείται’ από τον χρόνο, σπεύδει να εγγράψει τα χαρακτηριστικά της δι-επαφής, εκεί όπου το υποκείμενο τρομάζει ενώπιον του ‘άλλου’ του εαυτού, εκεί όπου η ελληνικότητα, η αίσθηση και η εν-συναίσθηση γύρω από αυτή, ‘διαμελίζεται’ σε ”σπασμένες πέτρες”, στο απείκασμα μίας ροής, που, ασυναίσθητα, αφήνει πίσω.. Η οικειότητα δεν αναζητείται εκτατικά, παρά προφέρεται συνιστώντας την ίδια & ‘άλλη’ επωνυμία της ποίησης, της ποίησης που μεριμνά για την αγωνία ενός εκάστου χρόνου.

Ο Σάββας Μιχαήλ, στο κείμενο του για την ‘γενιά του 30’, θέτει το ζήτημα της συνύφανσης του «ελληνικού» με το «μοντέρνο»[3] στοιχείο κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, αναφέροντας τις εντάσεις της θέασης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γιώργος Σεφέρης ”βλέπει το Μοντέρνο μέσα από την ελληνική παράδοση..” Αυτό που θα ονομάσουμε ως ‘εμπρόθετο και κατατιθέμενο οπτικο-κεντρισμό’ της Σεφερικής ποίησης, υποχωρεί ενίοτε, ή διαφορετικά ειπωμένο, ‘επι-κοινωνεί’ με τις λεκτικο-σημάνσεις ενός ιστορικού γίγνεσθαι σε αποδρομή, αλλά διαρκώς ‘απέριττου’, την στιγμή όπου ο κανόνας ανατρέπεται. Ομιλώντας διαμέσου της ποιητικής ‘ιδιολέκτου’, ο διπλωμάτης και ποιητής Γιώργος Σεφέρης παρεμβαίνει δεικνύοντας τους ‘Ασπάλαθους’[4] της μνήμης προς τους ‘σφετεριστές’ μίας παράδοσης που αξιώνει διαρκώς τον ίδιο της τον χώρο, εκφράζοντας την ‘ομιλούσα μοίρα’, την ‘Νέμεση’ ενώπιον του σεσημασμένα ανθρώπινου.. Δεν απειλεί, αλλά υπενθυμίζει με τον τρόπο της ποιητικής απόκριση στο ‘τώρα’ και στο ‘χθες’.

«Ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που να κοιτάξεις πρώτα, γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια».[5]

Εδώ προκύπτουν οι εκφάνσεις μίας ζωής που ‘ρέει’ προς το κανονικό και το ‘ακανόνιστο’, που ενσκήπτει ως σύζευξη και τύποις αντιθέσεων, φέροντας τον ποιητή ενώπιον διαφόρων κατευθύνσεων: από τα ”πεύκα” και το ”τιτίβισμα των πουλιών”, στο ”άδειασμα” της ”θάλασσας” και των ”ματιών”, με την απειλή να επικρέμαται στο ‘κάπου’. Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ποιητής που κοίταξε ακριβώς προς διάφορες κατευθύνσεις, αφήνοντας την λέξη, την ποίηση ως παλινδρομική αφήγηση να μηνύσει την σημασία της στο περιβάλλον των ενοχών.

Όπως γράφει ο Σάββας Μιχαήλ, φέροντας στο καθημερινό της ύψος την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη: «Η Ποίηση υπερβαίνει την όποια αισθητική και ιδεολογία. Αναβλύζει αυτό που ο Ernst Bloch ονομάζει «ουτοπικό πλεόνασμα». Τούτο ισχύει και για τους θεσμοποιημένους πια κορυφαίους της γενιάς του 30: ο Σεφέρης ζει παρά τη σεφερολογία κι ο Ελύτης ενάντια στην ελυτίζουσα ηλιολατρία. Ψηλαφίσανε την άλυτη μέχρι τώρα ιστορική αντίφαση και το Ανέφικτο της συμφιλίωσης των αντίθετων πόλων της. Εκεί, μέσα από το Ανέφικτο, είναι που αναβλύζει το πλεόνασμα ποίησης, εκεί σαλεύει το ανοίκειο νεύμα του Ουτοπικού, του αδύνατου που μας καλεί να το μεταμορφώσουμε σε δυνατό».[6]

Με τα λόγια της Shoshana Felman, το «δώρο» της Σεφερικής ποιητικής έγκλησης, «δεν είναι τόσο το δώρο της αλήθειας, της κατανόησης ή του νοήματος. Είναι, ουσιαστικά, το δώρο της γλώσσας».[7]

Της γλώσσας που μαθαίνει και η ίδια την στιγμή της δόμησης, της σήμανσης και της αναφοράς της.. Ο Γιώργος Σεφέρης αντίκρισε την ιστορία να ‘ρέει’ προτρέποντας, δια-κρατώντας για τον εαυτό του μία τελευταία ικεσία: «Κύριε, όχι μ’αυτούς»,[8] αναδεικνύοντας την ποιητική της αντίθεσης και της επιλογής ως άλλο ‘Μεσσιανικό φορτίο’. Η ελπίδα ανέρχεται διαμέσου της  ‘Σταύρωσης’.  Στις ‘Μέρες’ του φέρει  το ‘τρεμοπαίξιμο’ της παύσης: «Κι αν σβήσει τούτη η φλόγα; Το άδειο σώμα».[9]

Η ποίηση προσδιορίζει τις φοβίες της, τις προσδοκίες εμπλόκισης και συν-διαλλαγής με τους ‘δακτυλοδεικτούμενους’ πόθους.. Ζώντας ως ποιητής, έδρασε ως διπλωμάτης.

Η Σεφερική ποίηση αναγιγνώσκεται στις εκφάνσεις του μέτρου και της απώλειας, της νοηματικής απόδοσης μίας θυσίας που αναζητεί την απόδοση της στην ίδια την πράξη, στον τονισμό του σώματος που πέφτει αναθυμούμενο: «Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη, σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως μ’ ένα νόμισμα στα δόντια»[10].

Στη συνθήκη του πραγματικού, ο ποιητής προσηλώνεται σε μία πορεία που ‘ενσαρκώνεται’ στις ωσμώσεις μνήμης, γραφής και απεύθυνσης, δια-κρατώντας την ατομική κυριότητα: «Κράτησα την ζωή μου». Ή αλλιώς, με τον τρόπο του ποιητή Νίκου Καρούζου: Μαρία Είμαστε στην αβυσσαλέα πραγματικότητα. Εσύ με αγγελικό τρόπο να εγκαινιάσεις ανάμεσα στον ήλιο τη μεγάλη του έρωτα γαλήνη».[11]

Η ”αβυσσαλέα πραγματικότητα” καθίσταται η Σεφερική φορά των πραγμάτων, με την ποίηση να μετρά διαρκώς τις στιγμές της, τις πέτρες που αναφέρουν ότι έλαβε χώρα υπό το πρίσμα της κρίσης.

[1] Βλέπε σχετικά, Αυγέρης Μάρκος, ‘Έλληνες λογοτέχνες. Σολωμός, Κάλβος, Ψυχάρης, Παλαμάς, Σικελιανός, Καζαντζάκης, Σεφέρης’, Εκδόσεις Χαρ. Μπούρας, Αθήνα, 1982, σελ. 281.

[2] Αναφέρεται στο: Αυγέρης Μάρκος, ‘Έλληνες λογοτέχνες…ό.π., σελ. 282.

[3] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ερωτήματα για τη γενιά του 30. Ο αστερισμός του ανέφικτου’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 182.

[4] H ποιητική διάρκεια του ποιήματος ‘Επί Ασπαλάθων’ στρέφεται ευθέως εναντίον της στρατιωτικής δικτατορίας των Συνταγματαρχών, προκαλώντας μία ‘ρωγμή’ στο αξιακό, πολιτικό-ιδεολογικό φορτίο της δικτατορίας, υπενθυμίζοντας την φορά της ‘Νεμέσεως’ και τους συμβολισμούς του αίματος και του ‘αίματος’. Η τραγωδία δεν απέχει και πολύ από την νοσηρότητα.

[5] Αναφέρεται στο: Αυγέρης Μάρκος, ‘Έλληνες λογοτέχνες…ό.π., σελ. 287-288.

[6] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ερωτήματα για τη γενιά του 30. Ο αστερισμός του ανέφικτου…ό.π., σελ. 183.

[7] Αναφέρεται στο: Αθανασίου Αθηνά, ‘Αναμνήσεις ενός μιασματικού νηπίου: το αίνιγμα της τερατότητας, ή πέρα από τον Οιδίποδα, στο: Αθανασίου Αθηνά, (επιμ.), ‘Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το φύλο, το σώμα και τη βιοπολιτική, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2007, σελ. 160.

[8] Αναφέρεται στο: Αυγέρης Μάρκος, ‘Έλληνες λογοτέχνες…ό.π., σελ. 284.

[9] Βλέπε σχετικά, Σεφέρης Γιώργος, ‘Μέρες Ε/ 1 Γενάρη 1945- 19 Απρίλη 1951’, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σελ. 41.

[10] Αναφέρεται στο: Αυγέρης Μάρκος, ‘Έλληνες λογοτέχνες…ό.π., σελ. 287. Τα παιδιά ζητούν κάτι πέραν της θνητότητας και του θανάτου: το έλεος της λέξης..

[11] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θρίαμβος χρόνου’, Επίμετρο: Λαλουδάκη Ελισάβετ, Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1997, σελ. 13. Εντός πραγματικότητας, εντός «αβυσσαλέου» μίσους, ο έρωτας ως «γαλήνη» και επιθυμία ανατροπής.


*Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας,  διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της ΓΣΕΒΕΕ.  Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους, κοινωνικά κινήματα, ποίηση και κριτική λογοτεχνίας.

Leave a Comment