Ο φονιάς ξυπνά την ώρα που κοιμάται ο ήλιος.
Στο φως της λάμπας ετοιμάζει τα φρικτά του σύ-
νεργα
και ξεκινά για το αιματηρό του νυχτοκάματο.
Δύσκολη όμως έχει γίνει του φονιά η δουλειά·
αυξήθηκε ο ηλεκτροφωτισμός στις πόλεις
ούτε μια σκοτεινή αλέα πια δεν βρίσκει·
κάτω από γέφυρες, μέσα σε βρομερά χαντάκια ελ-
Στο φως της λάμπας ετοιμάζει τα φρικτά του σύ-
νεργα
και ξεκινά για το αιματηρό του νυχτοκάματο.
Δύσκολη όμως έχει γίνει του φονιά η δουλειά·
αυξήθηκε ο ηλεκτροφωτισμός στις πόλεις
ούτε μια σκοτεινή αλέα πια δεν βρίσκει·
κάτω από γέφυρες, μέσα σε βρομερά χαντάκια ελ-
λοχεύει
και του σκουριάζει η υγρασία τις αρθρώσεις,
τρέμουν τα χέρια του και νιώθει το μαχαίρι
του καιρού στην πλάτη του και στα νεφρά του.
Όμως αυτό που πιο πολύ τσακίζει τον φονιά
είναι η απάθεια των θυμάτων του·
όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο λίγο του αντιστέ-
και του σκουριάζει η υγρασία τις αρθρώσεις,
τρέμουν τα χέρια του και νιώθει το μαχαίρι
του καιρού στην πλάτη του και στα νεφρά του.
Όμως αυτό που πιο πολύ τσακίζει τον φονιά
είναι η απάθεια των θυμάτων του·
όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο λίγο του αντιστέ-
κονται,
τόσο πιο έτοιμα είναι να πεθάνουν.
τόσο πιο έτοιμα είναι να πεθάνουν.
Με φρίκη διαπιστώνει ο φονιάς ότι, σε λίγο,
θα σκοτώνει μόνο πεθαμένους.
(Ό,τι περιγράφω με περιγράφει. Ποίηση Δωματίου, Εκδ. Γαβριηλίδης, 2010)