Το τραγικό βίωμα του 1974 αποτυπώνεται και στο παρακάτω ποίημα-αφήγημα του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Θέμα του είναι το όνειρο της επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Ο συγγραφέας, πρόσφυγας κι ο ίδιος, περιγράφει με σπαρακτική λιτότητα την αδυναμία του νόστου, αφού το σπίτι είναι πια κατεχόμενο. Στο κείμενο η διαχρονική παρουσία του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας στο νησί αποτυπώνεται στο ιδίωμα και στα σύμβολα του Κύπριου δημιουργού.
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
– Μιλάτε Αγγλικά;
– Καταλαβαίνω.
– Αυτό είναι το σπίτι μου;
– Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη¹.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου –τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;– εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: «Χάθηκε ο στρατός μας!» Τίποτα πια, κανένα πλοίο ενόψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμιά σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα˙ στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ’βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου –ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
– Τι φης²; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
– Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μού ’πεν η Τουρκάλα: «Ναι, αυτό είναι».
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτοείδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
Ιούλιος 1992
(Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Άγρα, Αθήνα 1995)
¹Πυλάδη(ς): σύντροφος του Ορέστη και αρχέτυπο της αφοσιωμένης φιλίας στις τραγωδίες του Αισχύλου˙
²Τι φης;: τι λες;