June 14, 2020

Μαχμούντ Νταρουίς: ‘Κατάσταση Πολιορκίας’ – του Σίμου Ανδρονίδη

By In ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

«Η πολιορκία είναι αναμονή Αναμονή πάνω σε μια σκάλα γερμένη μες στην καταιγίδα» (Μαχμούντ Νταρουίς, ‘Κατάσταση Πολιορκίας’).

Η ποιητική συλλογή του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς, που φέρει τον χαρακτηριστικό του περιεχομένου της όσο και της κοινωνικής-πολιτικής κατάστασης εντός της οποίας γράφηκε, τίτλο ‘Κατάσταση Πολιορκίας,’ κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα το 2010, από τις εκδόσεις Μαΐστρος.[1] Μάλιστα, η έκδοση είναι δίγλωσση (Αραβικά-Ελληνικά), με την μεταφράστρια της ποιητικής συλλογής, Αγγελική Σιγούρου να αναδεικνύει εναργώς την δραστική λιτότητα, την ‘καθαρότητα’ των γραμμών, την εκφραστικότητα της ποιητικής του Παλαιστίνιου ποιητή.

Η ‘Κατάσταση Πολιορκίας’ του Νταρουίς είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένα στην ελληνική γλώσσα, δίχως όμως κατά την διάρκεια της δεκαετίας, να υπάρξει συνέχεια.[2] Ο ποιητής γράφει ως υποκείμενο του 21ου αιώνα, μεταπλάθοντας την όλη κατάσταση σε πρίσμα και δη σε ποιητικό πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρεί ως μη-ουδέτερος παρατηρητής, την εξέλιξη της επίθεσης-πολιορκίας που καθίσταται συμβάν που εμπερικλείει μία μη-ισορροπημένη πραγματικότητα. Με όρους υπόγειας επαφής και σύγκλισης, θα σημειώσουμε πως ο τίτλος ‘Κατάστασης Πολιορκίας’ που χρησιμοποιείται ως πολιτικο-ιστορική συνθήκη και αξιο-θεμελίωση ‘νόμου,’ χρησιμοποιείται και από τον Achille Mbembe, για την επίσης περιγραφή της Ισραηλινής κατοχής επί Παλαιστινιακών εδαφών.[3]

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το χρονικό ‘εδώ’ που συγκεκριμενοποιεί τον τόπο αλλά και την συνθήκη οιονεί πολέμου, συναρθρώνεται εμπρόθετα με την τελευταία λέξη του ποιήματος, που είναι η λέξη ‘ελπίδα’ η οποία ‘καλλιεργείται’ αντλώντας από μοτίβα σποράς. Με την σπορά να είναι χαρακτηριστική, άλλο τόσο χαρακτηριστικά είναι και η ευρύτερη ιστορία της, στο σημείο όπου η σπορά-‘ελπίδα’ δια-κρατεί τους συμβολισμούς της εξόδου: «Εδώ, στην κατηφόρα των βουνοπλαγιών Στη δύση απέναντι Και στων καιρών το χάσμα Πλάι στα περιβόλια με την κομματιασμένη σκιά, Σαν τους φυλακισμένους Σαν τους άνεργους Καλλιεργούμε την ελπίδα».[4]

Η παρομοίωση με συνθήκες αποστέρησης, με τον φυλακισμένο να στερείται την ελευθερία και τον άνεργο την εργασία,  τείνει προς την παραδοχή μίας επώδυνης συνθήκης, από την οποία όμως, δεν εκ-λείπει η ‘ελπίδα’ ως ιδιαίτερο  στοιχείο της Παλαιστινιακής ιστορίας. Το «χάσμα των καιρών» για το οποίο γίνεται λόγο, δεν είναι παρά η Ισραηλινή στρατιωτική επίθεση, που ορίζεται ως ιστορική, εγκάρσια ρωγμή που αφήνει να διαρρεύσει μία σειρά προσώπων και ζευγών: Πολιορκητές και πολιορκημένοι, ελευθερία και αποστέρηση της, πατρίδα και σύνορο, Ισραήλ και Παλαιστίνη. Στη Μέση Ανατολή η ιστορία λειτουργεί και ως προπέτασμα καπνού.

Το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου τοποθετείται το ποίημα, θίχτηκε ακροθιγώς στην αρχή αυτού του κειμένου, με την ποιητική γλώσσα να ανοίγεται όχι σε ένα είδος ‘ανθεκτικότητας,’ αλλά στην ενσωμάτωση εκείνων των στοιχείων που μετεξελίσσουν τον βίο σε ‘βιό-κοσμο’: ιδέες, προσλαμβάνουσες, συναισθήματα,  η κουλτούρα, το υπόδειγμα της βίας, συνθέτουν έναν ‘βιό-κοσμο’ που παραμένει ‘εδώ.’ Στην Παλαιστίνη και στη Μέση Ανατολή, εκεί όπου η ιστορία ενέχει το πρόσωπο του ‘άλλου.’

Το 2002 και πιο συγκεκριμένα χρονικά, τον Ιανουάριο του 2020, λαμβάνει χώρα μία Ισραηλινή στρατιωτική επίθεση στα Παλαιστινιακά εδάφη, κάτι που ουσιαστικά συμβάλλει στον αυτο-εγκλεισμό του ποιητή στην περιοχή της Ραμάλας. Ο αυτο-εγκλεισμός και τα συναισθήματα που δύναται να παραγάγει, ωθεί τον ποιητή να στραφεί στο πεδίο της ποίησης και κατ’ επέκταση της γλώσσας (η γλώσσα ως ‘κατασκευή’ και αντανάκλαση του ‘πράττειν’), για να προβεί, όχι σε μία χρονικά εύτακτη καταγραφή της κατάστασης πολιορκίας των Παλαιστινιακών εδαφών και της Ραμάλας, άλλωστε κάτι τέτοιο απουσιάζει, αλλά σε μία ιστορική-συναισθηματική καταγραφή της όλης συνθήκης που άπτεται των Ισραηλινο-Παλαιστινιακών σχέσεων και της Ισραηλινής κατοχής Παλαιστινιακών εδαφών.

‘Κατάσταση Πολιορκίας,’ λοιπόν. Ακόμη και ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής (ας θυμηθούμε, την σε διαφορετικά συμφραζόμενα τιθέμενη ‘κατάσταση εξαίρεσης’ του Giorgio Agamben),[5] προσδιορίζει ‘φορτισμένα’ την Ισραηλινή επίθεση και κατοχή ως συνθήκη πολιορκίας (μίας περιοχής και ενός πλήθους ατόμων), που, εν προκειμένω, δύναται να λειτουργήσει ως ιδιαίτερο έναυσμα για την επαναδιαπραγμάτευση της ιστορίας, η οποία και διαπερνάται από όψεις προσωπικής μνήμης. Το συλλογικό στοιχείο (δίχως ο ποιητής να διεκδικεί να λειτουργήσει ως ιδιαίτερος ‘εκπρόσωπος’ του Παλαιστινιακού λαού), διαπλέκεται με το ατομικό, με τέτοιον τρόπο, ώστε λαμβάνει χώρα η ίδια συγκρότηση μίας σφαιρικής εικόνας, εντός της οποίας ενυπάρχει θέση και για τον Παλαιστίνιο και για τον Ισραηλινό που εμβαπτίζονται στα νάματα της ‘κοινής’ ιστορικής γης.

Οι μνήμες, η ιστορία, το βάρος αυτής της ιδιότυπης ‘καραντίνας,’ μετουσιώνονται σε έναν ποιητικό λόγο βάθους από τον οποίο και εκ-λείπει ο εντυπωσιασμός, με την έμφαση να δίδεται στην προσμονή και στην μαρτυρία (και της ίδιας κατάστασης), στην προσδοκία και στην απώλεια. «Τούτη η πολιορκία, η μεταφορική μου πολιορκία, θα διαρκέσει ως τη μέρα που θα μάθω στον εαυτό μου την άσκηση του στοχασμού: Πριν το εγώ μου, ένα αγριόκρινο έκλαψε Μετά το εγώ μου, ένα αγριόκρινο έκλαψε Κι ο τόπος επίμονα κοιτά το μάταιο των καιρών»,[6] γράφει χαρακτηριστικά ο Μαχμούντ Νταρουίς, εκ νέου νοηματοδοτώντας μία ‘πολιορκία’ που διαρκεί και εντός ποίησης και ποιητικού ‘πράττειν,’ σημασιοδοτώντας δίπλα στο πρόσημο της ‘ματαιότητας,’ όπως εκφράζεται ιστορικά και πολιτικά, την οιονεί ‘ρευστότητα,’ προσιδιάζοντας παράλληλα προς την κατεύθυνση αναγωγής του ‘εγώ’ σε ένα παρόν που αναζητεί Παλαιστινιακό ‘κάτοχο’: Πότε το ‘εγώ’ θα μετασχηματισθεί σε μία συλλογικότητα που ισομερώς θα ομνύει στη γη (μοτίβο που απαντάται στην ποίηση του Νταρουίς), και στη γλώσσα, στην προσδοκία και στο ‘Δίκαιο’ όχι ως ‘έλεος’ ιστορικό, όσο ως δυνατότητα πραγμάτωσης των προσδοκιών ζώντων και νεκρών; Πραγμάτωσης της έννοιας ‘πατρίδα;’

Ο αυτο-εγκλεισμός δεν καθίσταται μία μορφή ‘εξορίας.’ Αντιθέτως, θα προσθέσουμε πως ο ποιητής δεν γράφει από έναν χώρο ‘ασφάλειας,’ αλλά, προτιμά να διακινδυνεύσει την ύπαρξη και τη δική του σωματική ακεραιότητα όντας ανοιχτός στη βία και στις σημάνσεις της, στις ‘αφηγήσεις’ της άλλης πλευράς, καταφέρνοντας να προσδώσει στον ποιητικό του λόγο τα  επι-γενόμενα στοιχεία μίας καθημερινής πρόσθεσης: Κάθε ποίημα προσθέτει ‘ό,τι δεν λένε οι άλλοι,’ ενώ η ποίηση για τον Νταρουίς δύναται να εγγράψει τις συνδηλώσεις μίας διαρκούς άσκησης ‘απαντοχής,’ προβάλλοντας και μία ενδεχομενικότητα θανάτου.

Μέσω χασμάτων και εγκάρσιων ρήξεων (η ιστορία ως σκηνή ‘φαντασμάτων’), βίας και αίματος, τρόπων έκφρασης και ‘κατασκευής μαρτύρων,’[7]  η λέξη δια-κρατεί το βάρος της ιστορίας και της σημαίνουσας ειρήνης.[8] «Η ειρήνη, μέρα οικεία, ευχάριστη, με βήμα ανάλαφρο, που δεν εχθρεύεται κανένας. Η ειρήνη, ένα τρένο Φέρνει κοντά τους επιβάτες του που επιστρέφουν Ή αναχωρούν για  μια εκδρομή στα προάστια της αιωνιότητας. Η ειρήνη, της αλήθειας ανοιχτή ομολογία: Τι το κάνατε το φάντασμα του δολοφονημένου; Η ειρήνη, αφοσιωμένος κηπουρός: Τι θα φυτέψουμε μετά;».[9]

Ποιο είναι το τίμημα της ειρήνη στα Παλαιστινιακά εδάφη; Η ‘Κατάσταση Πολιορκίας,’[10] απο-καλύπτει, ως ποιητική γραφή, μία απερίσταλτη επιθυμία, σημαίνοντας, μεταφορικά και κυριολεκτικά, την ‘μάχη.’ Τον πρώτο λόγο τον έχει ο γραπτός λόγος ως τεκμήριο ιστορικών ερειπίων συνεπεία μίας πραγματικότητας που χωρά την κλαγγή των όπλων, όπως επίσης και ως δι-υποκειμενική δυνατότητα: υπέρβαση που φέρει το σχήμα της ‘Άνοιξης’. Εδώ ο τόνος γίνεται προσωπικός. « (Στην ποίηση: ) Πολιόρκησε την πολιορκία σου. (Στην πρόζα: ) Από τα λεξικά των γλωσσολόγων, Πάρε τις αποδείξεις σου για μια πραγματικότητα Που οι αποδείξεις κατέστρεψαν Κι εξήγησε τη σκόνη σου. (Στην ποίηση και την πρόζα: ) Πετάξτε μαζί Όπως τα δυο φτερά ενός χελιδονιού που φέρνει την ευλογημένη Άνοιξη». [11]

Δίχως να διαθέτουν τίτλο, τα ποιήματα λειτουργούν ως ένα ιστορικό χρονικό, συγκροτώντας και μετεξελίσσοντας την αίσθηση του ‘ανήκειν’ που προσλαμβάνει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Στην ‘πολιορκημένη’ Παλαιστίνη και στη Ραμάλα από όπου και γράφει ο ποιητής, ο χρόνος κάνει τους Παλαιστίνιους ‘ό,τι είναι.’ «Πατρίδα που κοντεύει στην αυγή… Ξύπνησε το άλογο σου Κι ανέβα. Ελαφριά, ελαφριά, Για να προλάβεις τ’ όνειρο σου Και κάθισε- αν ο ουρανός σε καθυστέρησε- Πάνω σ’ ένα βράχο που στενάζει».[12] Η πατρίδα (Παλαιστινιακή γη) συνιστά ένα μνημονικό-φαντασιακό χάσμα, που προβάλλεται στο σχήμα του ‘μη-έχειν.’

Κι όμως, είναι η γη και η ‘φορτισμένη’ ιστορία της που τους κρατά εκεί. Μορφολογικά, έχει ενδιαφέρον να προβούμε σε μία σύγκριση της μορφής του  ‘Λάμπρου’ όπως τον παρουσιάζει ο Διονύσιος Σολωμός, με τον χώρο και το ‘πράττειν’ του Μαχμούντ Νταρουίς: «Στην εκκλησίαν ωστόσο ο Λάμπρος μένει, όπου ανθρώπου πνοή δεν αγρικιέται. Απ’ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει· είναι ο νους του έρμος κόσμος που χαλιέται. Μέσ’ από το στασίδι αγάλι βγαίνει, και όχ’ την ψυχή του ο στεναγμός πετιέται· μόνον οι σκόρπιες δάφνες που εμυρίζαν εκεί που αυτός επερπατούσε ετρίζαν».[13]

Και ο Παλαιστίνιος ποιητής μεταβαίνει «απ’ ένα εις άλλο στοχασμό», προβαίνει στη ζεύξη του Σολωμικού «στεναγμού» (για την πατρίδα; ) και με την προσδοκία καταγραφής, επαναπροσδιορίζοντας την στιγμή: «Μόνον οι σκόρπιες δάφνες που εμυρίζαν εκεί που αυτός επερπατούσε ετρίζαν». Ωσάν Σολωμικός ‘Λάμπρος’ ο Νταρουίς στέκει εντός των χαλασμάτων, αφήνει να «τρίζουν» οι λέξεις ενός ‘οικείου’ κόσμου, επανεπινοώντας την δυνατότητα της ποίησης (και της δικής του) να ομολογεί για τους ‘άλλους.’ Αυτό που διαθέτει, είναι η επίγνωση ό,τι «μέσ’ από το στασίδια αγάλι βγαίνει».

[1] Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας,’ Μετάφραση από τα Αραβικά: Σιγούρου Αγγελική, Εκδόσεις Μαΐστρος, Αθήνα, 2010.

[2] Είναι ενδεικτικό πως την ίδια χρονική περίοδο, η συγκεκριμένη συλλογή κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ‘Κοινωνία των Δεκάτων,’ σε μετάφραση, πρόλογο και επιμέλεια, Γιώργου Μπλάνα. Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας,’ Μετάφραση-Πρόλογος-Επιμέλεια: Μπλάνας Γιώργος, Εκδόσεις Κοινωνία των Δεκάτων, Αθήνα, 2010.

[3] Βλέπε σχετικά, Mbembe Achille, ‘Necropolitics,’ Μετάφραση: Meintjes Libby, Public Culture, 15:1, 2003, σελ. 11-40.

[4] Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας…ό.π., σελ. 17.

[5] Βλέπε σχετικά, Agamben Giorgio, ‘Κατάσταση Εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα,’ Μετάφραση: Οικονομίδου Μαρία, Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2015.

[6] Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας…ό.π., σελ. 115.

 

[7] Ο ‘μάρτυρας’ («Κανείς δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα», επισημαίνει ο ποιητής Paul Celan),  σε ένα τελετουργικό παίγνιο, κινείται στον αντίποδα του δολοφόνου, που ακόμη και εάν δεν ονομάζεται ποιητικά, φορά στολή.

[8] Εάν στην ποίηση του Νταρουίς η ειρήνη προϋποτίθεται στην αναγνώριση της βίας και των τραυμάτων της, τότε, στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ενέχει το προσίδιο πρόσημο της καθημερινής πράξης και επαφής, της αίσθησης ό,τι η ίδια αποτελεί ‘πολύτιμη αξία’ (αξιακή προσέγγιση).

[9] Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας…ό.π., σελ. 199-201.

[10] Στην ποίηση του Μαχμούντ Νταρουίς, το ερωτικό στοιχείο ανάγεται στη σφαίρα της ανατροπής, το περιεχόμενο της οποίας σχετίζεται με την ‘κατάσταση πολιορκίας.’ Η μνήμη του έρωτα, ο έρωτας ωσάν στοιχείο ποιητικής έγκλησης, συμβάλλει σε μία πρωταρχική ‘νίκη’: «Έγραψα είκοσι σειρές για τον έρωτα Και μου φάνηκε Πως η πολιορκία αυτή Οπισθοχώρησε είκοσι μέτρα!…». Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας…ό.π., σελ. 123.

[11] Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας…ό.π., σελ. 121.

[12] Βλέπε σχετικά, Νταρουίς Μαχμούντ, ‘Κατάσταση Πολιορκίας…ό.π., σελ. 107.

[13] Βλέπε σχετικά, Σολωμός Διονύσιος, ‘Η Δέηση της Μαρίας και το όραμα του Λάμπρου,’ Ποιητική συλλογή ‘Ο Λάμπρος,’ Επιμέλεια-Εισαγωγές: Αλεξίου Στυλιανός, Εκδόσεις Στιγμή,  Αθήνα, 2014, σελ. 37.

Leave a Comment