September 10, 2020

Γιάννης Ζαραμπούκας: ‘Το αναπόφευκτο της μοναξιάς’ – Του Σίμου Ανδρονίδη

By In ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ, ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ

Του Σίμου Ανδρονίδη 

 

Η ποιητική συλλογή του Λαρισαίου (με καταγωγή από την Κοζάνη) Γιάννη Ζαραμπούκα, φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Το αναπόφευκτο της μοναξιάς’[1] και είναι η πρώτη του (2018). Χρησιμοποιώντας έναν λόγο άμεσο και ευθύ, ο ποιητής εστιάζει στον προσδιορισμό μίας σειράς παράλληλων απευθύνσεων που προσιδιάζουν προς την κατεύθυνση συγκρότησης ενός ιδιαίτερου ‘εσύ,’ ενός ‘εσύ’ που διαπερνάται από μία ‘συμπτωματολογία.’

Και λέγοντας ‘συμπτωματολογία,’ δεν προσεγγίζουμε την ποιητική συλλογή με τους επι-γενόμενους όρους της ψυχοπαθολογίας, όσο επιδιώκουμε να αναδείξουμε έναν ενίοτε βαθύ συναισθηματισμό της ποιητικής συλλογής, που, εν προκειμένω, αντλεί από διάφορα ερεθίσματα.

Ακόμη και ο τίτλος της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής, ήτοι ‘Το αναπόφευκτο της μοναξιάς,’ φαίνεται εκ πρώτης όψεως, να παραπέμπει σε μία εκφραστική και μη, ‘τελεολογία,’ η οποία και δύναται να ορίσει την μοναξιά ως στοιχείο ‘αναπόφευκτο,’ ως ίσως, το τέλος μίας ανθρώπινης πορείας. Όμως, θεωρούμε ό,τι, εγγράφοντας στο ίδιο περιεχόμενο της την έννοια της μοναξιάς ως σύστοιχο πλαίσιο ανθρώπινων-κοινωνικών σχέσεων, ο ποιητικός λόγος εμβαθύνει σε μία δράση που ακόμη και όταν υποκειμενοποιείται, δεν παύει να εκτυλίσσεται ενώπιον του αναγνώστη, παραγάγει νοήματα, για να παραφράσουμε ελαφρά τον Γάλλο φιλόσοφο Michel Foucault,[2] που αντλούν απο την πρώτη ύλη ενός εύθραυστου γίγνεσθαι, εκ νέου νοηματοδοτώντας το, ή αλλιώς τα πλαίσια του ‘εσύ.’ Κάναμε και πιο πάνω λόγο για αυτή την συγκρότηση του ‘εσύ.’

Ένα χαρακτηριστικό υπόδειγμα προσφέρει ο ίδιος ο ποιητής και δη ένα ποιητικό υπόδειγμα ερωτικής χροιάς και αποκαλυπτικής διάθεσης, διαμορφώνοντας μία σκηνή όπου η προσωπική έγκληση ‘εσύ’ περιλαμβάνει το φόβο και τη μοναξιά, και, πιο συγκεκριμένα, το ‘φόβο της μοναξιάς.’ «Το μαύρο τ’ ουρανού έπαιρνε να σπα. Βαρύ σκοτάδι έπεφτε ρυθμικά πάνω στη στέγη. Κόντευε να ξημερώσει πια. Κι εσύ κρατώντας σφιχτά ανάμεσα στα χέρια σου πολύτιμα πετράδια τα όνειρα μου, έφευγες δειλός κι αλαφροπάτητος. Αφήνοντας πίσω ένα κορμί από ψυχή άδειο να ουρλιάζει από φόβο για τη μοναξιά, που ύπουλα γλιστρούσε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα».[3]

Το σημείο αυτό ως κοινωνικό-υπαρξιακό στοιχείο περισσότερο και όχι οντολογικό, καθίσταται ανοιχτό στο ‘τραύμα,’ σε διάφορες συναισθηματικές αλλαγές, αλλά και στα κενά μνήμης και σπεύδει να συνδράμει σε ένα παίγνιο εγκλήσεων και παύσεων, διαπλεκόμενο με το ποιητικό προσωπείο που λειτουργεί καταθέτοντας το ίδιο την λέξη-‘τραύμα.’ Μαζί, το ‘εσύ’[4] και το ‘εγώ’ δομούν μία πρωταρχική ποιότητα που συνιστά βάση, την απαραίτητη βάση ώστε να λάβουν χώρα δραστικά εξομολογητικά και εν πολλοίς ανίερα ποιήματα.

Ποιήματα που συμπεριλαμβάνουν το ‘τραύμα’ της απώλειας που ονομάζεται ως έχει, που ισορροπούν μεταξύ θανάτου[5] (που ενσκήπτει και λόγω ‘απώλειας’ σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθίσταται συμβολικός), και ενός ονείρου που κυμαίνεται μεταξύ φόβου και προσδοκίας, προσδοκίας για μία, κατά τον Paul Ricouer, «δίκαιης μνήμης».[6]

Και είναι χαρακτηριστικό πως η ποιητική γραφή δεν αποστρέφεται το φόβο, με τον ίδιο τον φόβο να λειτουργεί ως ‘καύσιμη’ ύλη του ονείρου, του ξεσκεπάσματος και του άλματος: Διότι αυτό δύναται να είναι το όνειρο εντός ποιητικής συλλογής.

Το έστω και στιγμιαίο ξεπέταγμα από την αμφιβολία και την αναποφασιστικότητα, προσφέροντας χώρο στον έρωτα και στην ερωτική επιτέλεση που προσλαμβάνει ένα διττό πρόσημο. Αφενός μεν, σημαίνεται δια της απουσίας, ή της απώλειας, όντας διάσταση που αναδεικνύει την μνήμη που εμφιλοχωρεί στο ‘ίσως’ αλλά και στην ‘κατάληξη,’ και, αφετέρου δε, προβάλλεται διαμέσου της ερωτικής πράξης, εκεί όπου το φαντασιακό στοιχείο πλάθει έναν χώρο (χωρικότητα): τον πόθο της σωματικής-ερωτικής πράξης, η οποία αναπαρίσταται με απολυτρωτικές συνδηλώσεις, όπως διαφαίνεται σε ένα από τα πλέον έντονα ερωτικά ποιήματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, θα λέγαμε. Στο ποίημα ‘Ερωτικό’ που διαπνέεται από μία οιονεί διάθεση πρόθεσης και πρόσθεσης δίχως εντροπία.[7]

Εντός του αστερισμού των ποιημάτων που διαμορφώνουν μία σύγχρονη μαρτυρία δεν αναζητείται κάποιο ‘εξιλαστήριο θύμα,’ που θα καταστεί θυσία στο βωμό μίας και φορτισμένης επιλεκτικότητας. Θυσία στο βωμό αναζήτησης της ιδανικής λέξης.

Η διάσταση που αναδύεται είναι η σύζευξη σωματικού-συναισθηματικού στοιχείου, με όψεις παραστατικές. Έτσι, στο ‘αναπόφευκτο της μοναξιάς’ και στην αφηγηματική της ‘οικονομία,’ το κάθε στοιχείο διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο, σκιαγραφώντας όχι μία εύτακτη πορεία αλλά ένα υποκείμενο που πρωταρχικά, ‘παλεύει’ με την μνήμη του.

Θα λέγαμε επίσης πως αποδίδεται βαρύτητα σε ό,τι προσδιορίζει την αλλοτρίωση και τα χαρακτηριστικά της (δύναται να χαρακτηρίσουμε την ποιητική συλλογή, συλλογή που απευθύνεται στο υποκείμενο της μετα-νεωτερικότητας), διευρύνοντας παράλληλα τους όρους μίας εμπρόθετης αναπαραγωγής: Πως εναρμονίζεται αυτό το ‘εσύ’[8] με το σώμα; Χωρά η λέξη και δη η ποιητική λέξη, την λήθη;

Το νόημα του τίτλου, διαμέσου των ποιημάτων που τείνουν προς διάφορες κατευθύνσεις, συστηματοποιείται, ορίζοντας το εξής πλαίσιο: Ποιους περιλαμβάνει η μοναξιά; Είναι αναπόφευκτη η ίδια ή το ό,τι επιφέρει; Το ποιητικό ‘πράττειν’ αναδιαμορφώνει έναν περίγυρο που μεταβάλλεται, παράγοντας αυτό που διακρατεί το ποίημα ή η ποίηση. Μία οιονεί παύση ενώπιον του ορυμαγδού των πληροφοριών της σημερινής εποχής, καθιστώντας την ίδια την ποίηση ερμηνευτικό άξονα των ανθρώπινων σχέσεων και επαφών.

Η συλλογή αυτή δεν αναδεικνύει, εμπρόθετα ή μη, κάποιο μεταφυσικό πλαίσιο, όσο αφήνει να διαρρεύσει η δαμόκλειος σπάθη που επικρέμαται πάνω από την κεφαλή του ανθρώπου: η μοναξιά που εδράζεται πάνω στη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ευαλωτότητας. Ή διαφορετικά ειπωμένο, ο φόβος υπεισέρχεται ως συνειδητοποίηση της απώλειας, της επιδραστικής απώλειας, με την σιωπή να μην ορίζει το κενό, αλλά, αντιθέτως, να οξύνει την αίσθηση της απόστασης, τις εκφάνσεις της ίδιας της γλώσσας, επιχρωματίζοντας δραματοποιημένα συνθήκες και καταστάσεις. Η ποιητική του αναπτύσσεται δυναμικά, συγκροτώντας ένα πλέγμα δράσης που αντανακλάται στα ‘ίχνη’ που αφήνει ή δύναται να αφήσει η μη γλυκιά αναμονή. Εδώ η ενθύμηση συντίθεται από διαπιστωμένες προθέσεις και πράξεις: Ποιος είναι αυτός που τοποθετεί το κλειδί στην πόρτα;

[1] Βλέπε σχετικά, Ζαραμπούκας Γιάννης, ‘Το αναπόφευκτό της μοναξιάς,’ Εκδόσεις Πνοή, Αθήνα, 2018.

[2] Αναφέρεται στο: Σταυρακάκης Γιάννης, ‘Εισαγωγή. Λογοκρισίες: Ένα αντινομικό πεδίο;,’ στο: Ζιώγας Γιάννης, Καραμπίνης Λεωνίδας, Σταυρακάκης Γιάννης & Χριστόπουλος Δημήτρης, (επιμ.), ‘Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα,’ Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2008, σελ. 138.

[3] Βλέπε σχετικά, Ζαραμπούκας Γιάννης, ‘Η Φυγή, Ποιητική Συλλογή ‘Το αναπόφευκτο της μοναξιάς…ό.π., σελ. 32. Αυτός που φεύγει, αναπαριστάμενος αρνητικά, όντας «δειλός κι αλαφροπάτητος», παραγάγει και μεγεθύνει μία αίσθηση φόβου που αχνοφαίνεται: Την μοναξιά.

[4] Το ‘εσύ’ αποτελεί ένα κρισιακό σημείο παραδοχής, μία αναφορά σε μία κατάσταση υπαρξιακής αγωνίας και πτώσης: «Πέφτεις». Σε ό,τι διαστέλλεται από τον χρόνο και από την «λήθη» (και όχι την αμνησία) που προσλαμβάνεται ως μορφή ‘θανάτου,’ κάθε φορά επώδυνου. Ποια είναι τα ίχνη σου; Βλέπε σχετικά, Ζαραμπούκας Γιάννης, ‘Η Δίνη,’ Ποιητική συλλογή ‘Το αναπόφευκτο της μοναξιάς…ό.π., σελ. 19-20.

[5] Στο πρώτο ποίημα της ποιητικής συλλογής ο έρωτας και το ερωτικό συμβάν δεν ‘τοκίζονται,’ παρά παραμένουν εμμενείς (ίδια εμμένεια) στην προδοσία και στη μοναξιά, ωσάν ‘σκοτάδι’ που φασματοποιεί την παρουσία του άλλου. Σε μία παράσταση δίχως θεατές, η αίσθηση που αφήνει το ερωτικό τέλος είναι πνιγηρή, αντλώντας από μοτίβα μαύρου σκοταδιού. «Ξεπεσμένοι ηθοποιοί οι άνθρωποι σε ρόλους δεύτερους· κομπάρσοι, στην παράσταση του έρωτα, την ατελείωτη τραγωδία. Βαρύ και άτσαλο το πάτημα τους, στο σανίδι το λεπτό και εύθραυστο, στο σανίδι ετούτο της ζωής που τρίζει η προδοσία. Άξαφνα, πέφτει η αυλαία γράφοντας πρόωρα τη λέξη τέλος. Ύστερα σκοτάδι. Βαθύ, βελούδινο, απόλυτο σκοτάδι. Κι ένα χειροκρότημα άνευρο, ξεφτισμένο ηχεί αδύναμα μοναξιά». Ο έρωτας σημαίνεται ως «ατελείωτη τραγωδία», στο σημείο όπου αναδύεται μία σωματική του θεώρηση, η οποία και τον προσεγγίζει με τους όρους της ‘θεότητας,’ (ο «Έρωτας θεός»), συνδεόμενος με την νεότητα και με ένα εν γένει άλμα «πιο γρήγορο από τη φθορά», κατά την ποιητική διατύπωση του Οδυσσέα Ελύτη.  Βλέπε σχετικά, Ζαραμπούκας Γιάννης, ‘Η Παράσταση,’ Ποιητική συλλογή ‘Το αναπόφευκτο της μοναξιάς…ό.π., σελ. 7, & ‘Προσευχές στον έρωτα…ό.π., σελ. 15.

[6] Αναφέρεται στο: Eaglestone Robert, ‘Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος,’ Μετάφραση: Σπυράκου Άννυ, Πρόλογος στην ελληνική έκδοση: Κόκκινος Γιώργος, Εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα Θεσσαλίας, 2012, σελ. 20-21.

[7] «Κι εγώ σάρκα διεσταλμένη σε άυλα λευκά στοιχεία πεμπτουσιωμένα στον αφρό, γίνομαι κύμα ορμητικό που ‘ ρχέται, να ποτίσει λύτρωση το διψασμένο σου κορμί». Θα προσθέταμε πως ο συγκροτούμενος εραστής, διακρατεί τις εκφάνσεις αυτού που ‘φέρει την δικαιοσύνη,’ ιδίως εάν επισημάνουμε ό,τι εάν ενσαρκώνεται κάπου η δικαιοσύνη σε αυτή την ποιητική συλλογή, αυτό το κάπου είναι ο έρωτας. Βλέπε σχετικά, Ζαραμπούκας Γιάννης, ‘Ερωτικό,’ Ποιητική συλλογή ‘Το αναπόφευκτο της μοναξιάς…ό.π., σελ. 38.

[8] Εάν στο ‘αναπόφευκτό της μοναξιάς’ το ‘εσύ’ παραμένει ανοιχτό, διάστικτο από αφηγήσεις, στην ποιητική του Σέφη Αναστασάκου ονομάζεται ιστορικά-μυθευτικά: «Περσεφόνη, άσε του ερέβους την αγκάλη, έλα να κόψεις παπαρούνες απ’ τους αγρούς της μάνας σου!». Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Ο Σαρδανάπαλος στη μαρκίζα,’ Ποιητική συλλογή ‘Στη σκιά των ανεμόμυλων,’ Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2005, σελ. 16.

Leave a Comment