January 14, 2020

Ο Ακτήμων Νίκος Καρούζος

By In ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Του Σίμου Ανδρονίδη*

«Τότε κυριαρχούσε το άσπρο στην πρόσοψη της εξοχής κ’ έξυνε ο ήλιος τη ράχη του στον ασβέστη, κι ο σκύλος έγραφε με κάρβουνο τον ίσκιο του στην ξώπορτα» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Θέματα και Θεάματα/Σφυρίγματα Τραίνων’).

Λίγο πριν την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ του Γιάννη Καρπούζη με τον τίτλο ‘Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ’,[1] ο σκηνοθέτης του προβαίνει σε μία αναφορά των ‘δρόμων’ που ακολούθησε για την δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ[2] το οποίο φέρει την Καρουζική ποίηση προτού ‘συν-διαλλαγεί’ μαζί της, εκθέτοντας παράλληλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης του Νίκου Καρούζου, υπό το πρίσμα της πρόσληψης της ωσάν γλωσσικό ‘παίγνιο’.

Ο «Nικόλαος ο Ακτήμων»[3] κατά την διατύπωση του Σάββα Μιχαήλ, συγκροτεί έναν ποιητικό ‘βιό-κοσμο’ που περιλαμβάνει μία γλωσσική κατανομή δυνάμεων, εγγράφει το όραμα στον μεταξύ των λέξεων χώρο, φέρει την δυναμική του ενστικτώδους, προσιδιάζοντας σε μία ιστορική ανα-πλαισίωση: χώρος του ποιητή καθίσταται, όχι απλά η Αθήνα,[4] αλλά οι ‘κεκλιμένες’ γωνίες της πόλης, εκεί όπου δύναται να δια-κρατηθεί η ‘πίστη’ όταν το έλασσον συμβάν ‘συναντά’ την ιστορία, ή, διαφορετικά ειπωμένο, όταν το έλασσον συμβάν συγκροτεί την ιστορία.

Η ποιητική του Νίκου Καρούζου[5] παραμένει εμμενής σε ένα ιδιαίτερο είδος ‘χαρμολύπης’ που μεγεθύνεται πάνω στο έδαφος της ‘ανοίκειας’ προσμονής, τονίζει την διάσταση της έγκλησης σε μία παροντικότητα που μεταβάλλεται, και εντός ποίησης, σημαίνοντας την παραδοχή, που είναι γλωσσική διότι είναι και ποιητική: «Το σύμπαν είναι ξεκάθαρα γλωσσικό-η συμφορά μας»,[6] γράφει ο ποιητής.

Υπό αυτό το πρίσμα, το ίδιο γίγνεσθαι αναγνωρίζεται ως εξαντικειμενοποιημένα «γλωσσικό»,[7] συναρθρώνει ισομερώς τον ‘κίνδυνο’ με την «συμφορά» που στο Καρουζικό ποιητικό πλαίσιο δεν δύναται να είναι παρά ‘πληθυντική’ (η διαφορική «συμφορά μας»[8]), εγγράφει την διαλεκτική της ‘παραδοχής που πληγώνει’ όσο περισσότερο το «σύμπαν» καθίσταται ή μετασχηματίζεται σε «γλωσσικό», σε ειπωμένη συνθήκη, σε λογοθετικό σημαίνον που ενσωματώνει τα σημαινόμενα της ουσιαστικοποιημένης κοινωνίας και ‘επικοινωνίας’,  ζητώντας, όχι την «συμφορά», αλλά το πεδίο που υποσκάπτει το υπόστρωμα των συμβολισμών, ήτοι την αίσθηση μίας προσμονής που μεγαλώνει και αναπαράγεται δίπλα στη νεότερα γενεά (ποιητική γενεαλογία).

Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ ‘Νίκος Καρούζος:[9] Ο Δρόμος για το Έαρ’, επισημαίνει σχετικά με την σπειροειδή κίνηση των λέξεων στο Καρουζικό ποιητικό ‘πράττειν’, κίνηση που αφήνει το πεδίο ανοιχτό σε μία επι-γενόμενη ‘κρίση’ εντός ποιήματος: «Οι λέξεις του Καρούζου δεν αναπαριστούν τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην αντιληπτική μας πραγματικότητα, αλλά προσπαθούν να αναδιπλασιάσουν τα ίδια τα γλωσσικά σημεία∙ λειτουργούν δηλαδή δευτερευόντως αναπαραστατικά και πρωτευόντως ως οργανισμοί της γλωσσικής επικράτειας με την αυθαιρεσία τους οργανωμένη πάντα εντός μίας αλυσίδας: σύμφωνα, φωνήεντα, ήχοι, κενά, μεταφορές, παρενθέσεις, μετωνυμίες, συμπαραδηλώσεις, συνεκδοχές, ακουστική. Τέτοια ιδιώματα αναπαριστούν τον κόσμο του δημιουργού ο οποίος και γίνεται σαφώς δημιουργός εξαιτίας ενός Μέσου (το ποίημα είναι ένα κουρδισμένο παλιοπαίχνιδο φτιαγμένο να φτερουγίζει)».[10]

Ο γλωσσικός[11]-λογοθετικός κοσμος δεν ενσκήπτει ‘εν κενώ’, με τον ποιητή να επιμένει στη δυνατότητα της λέξης να αξιώσει την ιστορία και την μνήμη, το έργο και το βίωμα, προσδιορίζοντας λειτουργίες ανύψωσης που καταπίπτει σε ένα εικονοποιημένο ‘προορισμό’ (το ποίημα ( «φτιαγμένο να φτερουγίζει»),[12] που δύναται να κινηθεί αφήνοντας ‘ίχνη’ παντού, ουσιαστικά «φτερουγίζοντας» προς κατευθύνσεις ‘Αταξικές’,[13] όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ.

Υπενθυμίζοντας το ποίημα-γλωσσική ‘παγίδα’ του Paul Celan, η Καρουζική[14] ποιητική επι-τελείται ωσάν εγχείρημα που επιθυμεί να έχει κατάληξη εντός ιστορίας, ανα-καλώντας την ανάλυση του Joachim Seng για την ποιητική συλλογή ‘Γλωσσικό πλέγμα’ του Paul Celan: «Στους στόχους αυτής της γλώσσας με όλα τα δομικά στοιχεία που υπεισέρχονται στον λόγο, ανήκει και η προσπάθεια να εξευρεθεί χώρος για τα πράγματα και το υποκείμενο που τα εξετάζει, ώστε μέσα στο παρόν του ποιήματος να μπορούν να μεταπηδήσουν από το μη Είναι στο Είναι, να μπορούν να προσφωνηθούν μέσα στο παρελθόν τους».[15]

Το ποίημα αναγνωρίζει την εκφραστικότητα του, επιθυμεί να ‘συλλάβει’ την σημαίνουσα άρση, εκ-βάλλοντας, ως καταστατικό αξίωμα, από την ίδια γλώσσα: «Κι αποδιώχνοντας ρήματα να φύγου απ’ τη γλώσσα να φύγου».[16]

Αυτή την φορά, η γλώσσα δεν αποτελεί την διάστικτη και πανταχού παρούσα «συμφορά», παρά σημασιοδοτείται ως διά-ρρηξη, με τα ρήματα και τους ρηματικούς τύπους που χρησιμοποιούνται να ενέχουν πλαισιώσεις μετάβασης προς την κατάσταση της ‘φυγής’, της ορατής ‘φυγής’ από μία γλώσσα και μία γλωσσική συνθήκη που εδώ νοούνται ως ‘εγκλωβισμός’, με την φορά και την γείωση του ποιήματος, να εκ-διπλώνονται έντονα, με όρους υπαρξιακής αγωνίας: «Να φύγου απ’ τη γλώσσα να φύγου».

Είναι αυτό το σημείο όπου η Καρουζική ποίηση συναντά την έννοια της Ντελεζικής «απόλυτης απεδάφωσης»[17] (deterritorialisation absolue), μας θυμίζει ο Σάββας Μιχαήλ, ενώ η ‘μηχανική’ και η παράλληλη δυναμική του ποιήματος, πλέον ‘τρέφεται’ δίχως γλώσσα: «Λεξίθρησκος ανάγομαι στην αναχώρηση»,[18] σε μία ενεστωτική κατάσταση όπου όμως το μείζον έγκειται στην απεύθυνση, ενίοτε και διπλής όψεως: ζεύγη υποκειμένων που εκ-ζητούν την ‘έκρηξη’ των αντιφάσεων-αντινομιών που είναι η ‘Επ-ανάσταση’, την στιγμή όπου, διαμέσου του Καρουζικού ποιητικού συμβάντος, ο Λέων Τρότσκι ‘επι-κοινωνεί’ με τον Ιησού, σε μία διαλεκτική που ‘καρπίζει’ ή αλλιώς, δύναται να αξιο-θεμελιώσει: «Του Τρότσκι τη διαρκή επανάσταση τη γκρέμισα στου Ιησού τη διαρκή συγνώμη».[19]

Με όρους Μπενγιαμινικούς, η ‘Επανάσταση’, και δη, η διαρκής επανάσταση, (επαναστατικό πρόταγμα), μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση της ‘συγνώμης’ για το ‘αίμα που χύθηκε’, αναπαραγόμενη ‘απελευθερωτικά’. Η ιστορικών διαστάσεων ‘συγνώμη’ (από ποιον;), ευρίσκεται στον πυρήνα της επανάστασης: ο Νίκος Καρούζος, ποιητής επαναστάτης ή τέκνο της χριστιανικής ‘φιλαλήθειας’ που φθάνει έως του σημείου απάρνησης της γλώσσας ώστε να ‘εικονοποιηθεί’ το όραμα; Το Αταξικό ως εκ-πλήρωση του ανθρώπινου υποκειμένου πάνω στη γη; Ως ‘προσφορά’ πολλών ‘Χριστών’;

«Το ποιητικό έργο του Καρούζου καθίσταται επίκαιρο στο σήμερα, αφού συνομιλεί με το μετα-σωσεριανό πλαίσιο, με την φιλοσοφική σκέψη δομιστών και μεταδομιστών πάνω στη γλώσσα, τις αλυσίδες της, την αυθαιρεσία του σημείου, τη διακειμενική αναπαράσταση που κρύβουν τα σημαίνοντα. Όπως σημειώνει και ο ίδιος η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα η σιωπή / τη γλώσσα τη φασκιώνει με συντακτικό και κανόνες / αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα».[20]

Ο ποιητής[21] εμβαθύνει στην ανάδυση μορφών που διαπραγματεύονται με την γλώσσα ως πολύσημο ‘ενεργείν’.

Ο Νίκος Καρούζος δεν αποστρέφεται, αλλά επι-ζητεί την εμπειρία ως έννοια. Γράφει σχετικά ο Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant: «Η έννοια παραμένει πάντα γεννημένη a priori μαζί με τους συνθετικούς κανόνες ή τους τύπους (Formeln) που προκύπτουν από τέτοιες έννοιες· αλλά η χρήση τους και ο συσχετισμός τους (Beziehung) με υποτιθέμενα αντικείμενα δεν μπορεί εντέλει να αναζητηθούν πουθενά αλλού παρά μόνο στην εμπειρία, τη δυνατότητα της οποίας (ως προς τη μορφή) περιέχουν εκείνες (σ.σ: οι Καντιανές έννοιες) a priori».[22]

Η εμπειρία δίδει στην Καρουζική ποίηση περιεχόμενο, διαμορφώνει το έδαφος ώστε να αναδυθούν επάλληλες έννοιες που συν-αποτελούν μία ‘κοινότητα αξιών’ που ακουμπά στο μέλλον. Η εμπειρία, με Καντιανούς όρους, φέρει την δυνατότητα, το υπόστρωμα ανάπτυξης μίας έννοιας που προτού ‘συλληφθεί’, ‘είναι’.

Ο ποιητής, χαμηλόφωνος όσο και ‘εκρηκτικός’, παρέμεινε εκτός των Μεταπολιτευτικών ποιητικών αναφορών (και από εκείνους που σχηματικά έως στερεοτυπικά διαχωρίζουν την ποίηση σε ‘μείζονα’ και ‘ελάσσονα’, ουσιαστικά σε ποίηση ‘που αξίζει να διαβαστεί’ και σε ποίηση που ‘δεν αξίζει’), ανακαλώντας ένα ιδιαίτερο σημείο της ποιητικής του Ηλία Τσέχου που και ο ίδιος, ιστορικός και ενταγμένος σε μία Μεταπολιτευτική συνθήκη που αντλεί από ελευθερία ως προς τις μορφές της έκφρασης, γράφει: «Χώρισα την Πειθώ, Άνοιξα τα μπουμπούκια Χαμηλωτά λεηλατώ».[23]

*Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας,  διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της ΓΣΕΒΕΕ.  Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα, ποίηση και κριτική λογοτεχνίας.

——————————

[1] Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού’,  Ενημερωτική-Κινηματική Ιστοσελίδα ‘Το Περιοδικό’,  22/03/2019, http://www.toperiodiko.gr/%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%80%CE%BB%CE%AC%CF%87%CE%BD%CE%B1-%CE%AD%CE%BE%CF%89-%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%89-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%86/#.XJ9UWZgzbIU  Ο τίτλος ‘Δρόμος για το Έαρ’ δεικνύει και τις προθέσεις της ποίησης του Νίκου Καρούζου, η οποία ‘διαπραγματεύεται’ με το Έαρ ως σχέση  (ίδια σχεσιακότητα) με την ανθρώπινη συνθήκη, ‘ενσαρκώνεται’ στο Έαρ που πρωταρχικά ‘σταυρώνεται’ δίχως να γνωρίζει όμως εάν θα ‘απο-λυτρωθεί’. Το Έαρ-άνοιξη, εγκαλεί την λέξη και την κατεύθυνση: ο ‘Δρόμος προς’, μία στιγμή μεταξύ κοινωνικών υποκειμένων. Όπως στο Καρουζικό Έαρ εκ-πληρώνονται ή δύνανται να εκ-πληρωθούν οι όροι μίας καθαυτό ανθρώπινης-κοινωνικής παρουσίας, έτσι (διαζευκτικός ‘χρόνος’),  και στην ποίηση του Ηλία Τσέχου η ‘Άνοιξη’ συνιστά την ιδανική περίοδο ‘ανθοφορίας’ και ‘κυοφορίας’ του σημασιολογικά ανθρώπινου: «Άνοιξη μόνον κυλούν οι παιώνιες Στις πλαγιές ανθισμένα ξεσπώντας Μαργαρίτες, μελανούρια Ανεμώνες παντού Ποδηλασίες ορμούν και γαυγίζουν». Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Συνελήφθην υπό σκύλων’, Ποιητική Συλλογή ‘Ή σταγόνα ή ωκεανός’, Εκδόσεις Η ΣΥΝ (+) είδηση, Νάουσα, 2011, σελ. 11.

[2] « Από τη μία μεριά το ποιητικό έργο του Νίκου Καρούζου είναι το ίδιο γλωσσικά ενδοσκοπικό, και ως τέτοιο έχει ανάγκη από μια αντίστοιχη αντιμετώπιση. Το Μέσο και οι Φόρμες της ταινίας δηλαδή οργανώνονται ώστε να λειτουργούν μεταφορικά ως προς το αναφερόμενο θέμα. Από την άλλη, «Ο Δρόμος για το Έαρ» δεν είναι ένα α-χρονικό ντοκιμαντέρ για ένα πρόσωπο, αλλά παιδί της ιδιαίτερης ιστορικής περιόδου και του κοινωνικού σχηματισμού μέσα στον οποίο γυρίζεται, όπου κεντρικό γνώρισμα είναι η κοινωνικο-οικονομική καπιταλιστική κρίση. Παρόμοιες λοιπόν ιστορικές συνθήκες που οδήγησαν στην κατασκευή ενός τεκμηριωτικού έργου για τον Καρούζο στο σήμερα, οδήγησαν και στην συγκρότηση του ίδιου του Καρουζιακού έργου, πράγμα που σημαίνει πως «Ο Δρόμος για το Έαρ» και η ποίηση του Νίκου Καρούζου έχουν κοινή κοινωνική και πολιτική γενεαλογία. Έτσι, η ιστορία του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού μέσα από πολλαπλές στρώσεις αρχείων εμφανίζεται ως καταλύτης στην εμφάνιση του ποιητικού έργου και της σκέψης του Καρούζου». Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού…ό.π.

[3] Βλέπε σχετικά το κατατοπιστικό κείμενο-ανάλυση του Σάββα Μιχαήλ για την ποιητική του Νίκου Καρούζου, Μιχαήλ Σάββας, ‘Νικόλαος ο Ακτήμων ή Η Ποίηση ως Summum Bonum’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 303.

[4] Ένα από τα διακυβεύματα του ντοκιμαντέρ αποτελεί και η επιδίωξη «γεφύρωσης του έργου του ποιητή» με την πόλη της Αθήνας, την πόλη «και τότε και τώρα, σε κρίση», όπως τονίζεται χαρακτηριστικά από τον Γιάννη Καρπούζη, επιδίωξη που εντάσσεται σε μία χρονολογία του ‘τώρα’ ταυτόχρονα με την εκ-δίπλωση του ποιητικού έργου του Νίκου Καρούζου υπό το φως μίας εκτατικής χρονικότητας: κρίση, κρίση ορατή και καθημερινή, κρίση χωρική, όσο χωρική ενυπήρξε η ίδια ποιητικότητα του Νίκου Καρούζου η οποία και ‘διαπραγματεύεται’ και με τα όρια της: στην πόλη της Αθήνας που αναπτύσσεται, το παρόν και το μέλλον ενυπάρχουν εντός ‘μίας στιγμής’. Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού…ό.π.

Ένα από τα πλέον χωρικά δείγματα της Καρουζικής ποιητικής, με αναφορά σε μία παιδική-νεανική γενεαλογία, όπως επίσης και στην πόλη της Αθήνας που ‘προσφέρει’ νυχτερινό ‘καταφύγιο’ στον ποιητή, είναι η ποιητική συλλογή ‘Θρίαμβος χρόνου’, γραμμένη σε ένα bar στα Εξάρχεια,  και αφιερωμένη στη μικρή Μαρία, κόρη του φίλου του ποιητή Σταύρου. Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θρίαμβος χρόνου’, Επίμετρο: Λαλουδάκη Ελισάβετ,  Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1997.

[5] Υπό το πρίσμα της διακειμενικότητας, ο ποιητής δύναται να φέρει το προσωπείο του Άμλετ, όπως τον ‘συνέλαβε’ ο θεατρικός συγγραφέας Heiner Muller: «Είμαι η τράπεζα πληροφορικής. Αιμάσσων μέσα στο πλήθος. Ασθμαίνων πίσω απ’ τη δίφυλλη πόρτα». Βλέπε σχετικά, Muller Heiner, ‘Η Μηχανή Άμλετ’, Μετάφραση: Βαροπούλου Ελένη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2013, σελ. 9.

[6] Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού…ό.π. Η γλώσσα και η κοινωνιο-οντολογία που υποκρύπτει, καθίστανται «συμφορά», χωρο-χρονικός ‘εγκλεισμός’, πλαισίωση δίχως ‘σώμα’. Σε αυτό το πλαίσιο, το σύμπαν λειτουργεί ως οριακή ‘αποτελμάτωση’ διαμέσου της γλώσσας και της γλωσσικής χρήσης, της ‘εξειδίκευσης’ της γλώσσας σε επάλληλες λέξεις που δεν ‘συλλαμβάνουν’ την βαθυ-δομική κίνηση.

[7] Η γλώσσα δεν παύει να φέρει ‘κόσμους’ και ‘χρονικότητες’, πέραν της τυπολογίας περί οργάνου και ‘εργαλείου’ επικοινωνίας.

[8] Η ποιητική παραδοχή περί γλώσσας είναι ευκρινής, με έμφαση στην επι-γενόμενη ‘κατακρήμνιση’, στην, με όρους του Δανού υπαρξιστή φιλοσόφου Σόρεν Κίρκεγκωρ, ‘επιλογή’: «συμφορά» και, περισσότερο «συμφορά μας». Πλέον, επίδικο καθίσταται η εκ νέου ‘σύλληψη’ μίας άλλης   γλώσσας (η ποίηση-‘μήτρα’),  που θα ανορθωθεί πάνω από τα ‘ερείπια’ της παροντικής και μη, γλωσσικής, κοινωνιο-γλωσσικής ‘Βαβέλ’.

[9] Τα εκφραστικά μέσα του ποιητή είναι ποικίλα και περιλαμβάνουν από την παροιμιώδη αλληγορία έως την ‘γόνιμη διαπραγμάτευση’ με τις εγκάρσιες ιστορικές τομές, από την ανωνυμία του δρόμου, έως την επίκληση του καθημερινού ‘μέτρου’: ‘ζω το τώρα’. Από την ιδέα μίας ύπαρξης που επιμένει να ορίζει το περιεχόμενο της, έως την άνευ ηθικολογίας, ανθρώπινη χειραφέτηση που τον φέρνει εγγύτερα στις ιδέες της οικουμενικότητας: ‘η ανθρώπινη χειραφέτηση ή θα είναι οικουμενική, ή δεν θα υπάρξεις’, για να παραφράσουμε τον Νίκο Πουλαντζά.

[10] Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού…ό.π. «Επιδιώκοντας να στηθεί μία αλληλεπίδραση μεταξύ των εκφραστικών μέσων του φιλμ και του θέματός του οργανώνεται μία μεθοδολογία στην ίδια κατεύθυνση, η οποία προτάσσει έναν κινηματογράφο «με τα σπλάχνα της ταινίας βγαλμένα έξω». Η μεθοδολογία του ντοκιμαντέρ, δύναται να εκφράσει και να προβάλλει τις Καρουζικές εννοιολογήσεις στα εντός του χρόνου πεδία, ασκούμενη στη διαλεκτική της ‘ισορροπίας’: ανάδειξη της ιστορίας, της ελληνικής, κοινωνικής ιστορίας,  έτσι όπως ενσωματώνεται στην ποίηση του Νίκου Καρούζου.

[11] Η γλώσσα (εκθετικό σημαίνον), δεν αρκεί, καθότι απαιτείται μία οριακή επιτέλεση πάνω στις χρήσεις της ‘δραματικής’ γλώσσα: το ποίημα-κάτοπτρο, τίθεται μεταξύ των συμβατικών γλωσσών, δίχως να εκπίπτει σε μία ‘ευκολία χρήσης’: ακριβές και μόνο, ακολουθεί την δική του ιστορική πορεία, πέραν της κατεγεγραμμένης γλώσσας, της λέξης που ‘προσφέρθηκε’.

[12] Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού…ό.π. Το ‘φτερούγισμα’ δια-κρατεί την δυναμική του ποιήματος, το οποίο αντλεί από διαφορετικά σημεία, ‘κατασκευάζοντας’ μία ‘μηχανική’ πειθαρχημένη όσο και ‘απείθαρχη’, μη-παραλείποντας να εκκινήσει από την εμπρόθετη ερριμενότητα της αναγνώρισης: ‘Τι έχει απωλεσθεί και πως;΄’Πως ανα-δομείται η ιστορία-ιστορικότητα όταν ‘διαλέγεται’ με την ποίηση;’

[13] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Νικόλαος ο Ακτήμων ή Η Ποίηση ως Summum Bonum’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus…ό.π., σελ. 311. «Το Μεγάλο Ποτάμι θα γκρεμιστεί σαν βροντερός καταρράκτης στο Μέγα Βάραθρο. Στο βάθος του αρχίζει η όχθη της Αταξικής. Εκεί, θα προβάλλει ο Homo Poeticus, καταπώς λέει κι ο Νικόλαος Καρούζος ο Ακτήμων: Χ Σε φαεινότερη πεμπτουσία Ψ Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται Ω Συγχωρώντας του Πάντες». Η περιώνυμη ‘Αταξική’ κοινωνία ή κοινωνική ολότητα, θα εκ-φέρει και μία ‘νέα’ γλώσσα που θα προκύψει ως ‘προϊόν’ μίας εξυψωμένης ‘πεμπτουσίας των αισθήσεων’. Η εννοιολόγηση της χριστιανικής ‘συγχώρεσης-άφεσης’, προσδιορίζεται εκ νέου, και αυτή την φορά, ολικά.

[14] Η ‘Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη’ του ποιητή, ενέχει την δυνατότητα συγκλίσεων με την ποιητική της Ρωσίδας ποιήτριας Γιλένα Γκουρό: «Γιατί σωπαίνεις κουρασμένη, Νύχτα, νύχτα καθάρια;». Η σύγκλιση τεκμηριώνεται κύρια στο περιεχόμενο, ήτοι στο ποιητικό περιεχόμενο, καθότι θεμελιώνεται πάνω στην ευρύτητα των θεάσεων και των ‘υπόγειων’ συν-θεάσεων, στο ορόσημο της ‘νύχτας’ που μετασχηματίζεται προς τον  άξονα της τελετουργικής ‘νυχτωδίας’ που περιλαμβάνει την φθορά, την αλλοίωση και τον θάνατο, ακόμη  της ‘νύχτας’ που επέρχεται  ερωτηματικά («Γιατί σωπαίνεις κουρασμένη, Νύχτα, νύχτα καθάρια;»),  όντας προσδιοριστικά «καθάρια», όπως και η Καρουζική αίσθηση της ‘νυχτωδίας’ που φανερώνει τις ‘φωνές’ (σημαίνον) του ‘πλήθους’ στο μεταίχμιο της επαναστατικής διαδικασίας που διολισθαίνει πεζά ωσάν ‘Εκπεσών Άγγελος’. Για την ποίηση της Γιλένα Γκουρό, βλέπε σχετικά, ‘Στέπα’, Επιθεώρηση Ρωσικού Πολιτισμού’, Τεύχος 11, Φθινόπωρο-Χειμώνας, 2018, σελ. 51. Σε αυτό το σημείο επέρχεται η ‘αντικειμενοποίηση’ της ιστορίας, όχι για να αντληθούν ‘ηθικιστικά’ συμπεράσματα, αλλά για να σημανθούν οι ιδέες την στιγμή της εφαρμογής τους, την στιγμή όπου αξιώνουν την διάρκεια σε έναν φαντασμαγορικό αιώνα.

[15] Βλέπε σχετικά, Celan Paul, ‘Γλωσσικό πλέγμα’ (Sprachgitter), Μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, Επίμετρο: Seng Joachim, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2012, σελ. 150.

[16] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Τα Ποιήματα Β’, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1994, σελ. 525.

[17] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Νικόλαος ο Ακτήμων ή Η Ποίηση ως Summum Bonum’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus…ό.π., σελ. 311.

[18] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Νικόλαος ο Ακτήμων ή Η Ποίηση ως Summum Bonum’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus…ό.π., σελ. 310.

[19] Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Τα Ποιήματα Α’, Εκδόσεις Ίκαρος, 1994, σελ. 314. Η ‘Επα-ανάσταση’, ενωμένη και διακεκομμένη παράλληλα, νοηματοδοτεί το διφυές πρόσημο της ‘κρίσης’ και της ‘συγχώρεσης’, δίδοντας ‘άλλη μία ιστορική ευκαιρία’.

[20] Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού…ό.π.

[21] «Το ποιητικό έργο του «Νίκου» είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στο σήμερα και συνεχώς διεκδικεί περαιτέρω διάδραση, βρίσκει σύγχρονους δημιουργούς που το μελετούν,  εμπνέονται και επανα-ενεργοποιούν τις εκφραστικές του πλατφόρμες. Η διακειμενικότητα των αυριανών έργων σε σχέση με τα προηγούμενα είναι που εν τέλει συγκροτεί την ιστορικότητα του καλλιτεχνικού φαινομένου (θα με διαβάσει ο γυαλάκιας του μέλλοντος). Το έργο του Νίκου Καρούζου μπορεί να ήταν υποτιμημένο στην εποχή του, αλλά κάθε δεκαετία που το ακολουθεί εξακολουθεί να ανακαλύπτεται. Δηλαδή «ξαναγράφεται» με όρους του Ρολάν Μπάρτ, δηλαδή παραμένει ζωντανό. Μία σφαίρα από αίμα και οξυγόνο». Βλέπε σχετικά, ‘Με τα σπλάχνα έξω: Σημειώσεις πάνω στο φιλμ-δοκίμιο ‘’Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Έαρ. Λόγος περί Μέσου και ελληνικού Μοντερνισμού…ό.π. Δίπλα στην Καρουζική διακειμενικότητα προστίθεται η δι-ιστορικότητα του ποιητικού του έργου, η ιδέα περί της οντολογικής συνένωσης η οποία ‘εφευρίσκεται’ διαρκώς εντός ποίησης, της ποίησης και της ποιητικής μαρτυρίας που αναδεικνύουν τις όψεις ενός κόσμου που δομείται στα ‘πρέπει’ του: «Κι αν χιονίζει στο πνεύμα κι αν κρυώνουν οι μεγάλες ιδέες ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει». Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θρίαμβος Χρόνου…ό.π., σελ. 15. Ο κουρασμένος Καρούζος δεν παύει να προσδοκά ή να ελπίζει σε μία ‘χριστολογική’ τελετουργία-δράση που μετεξελίσσει το ‘Δίκαιο’, πρωταρχικά, σε μία ‘Επ-ανάσταση’ των αισθήσεων.

 

[22] Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 29.

[23] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Νόστιμα πλήττω’, Ποιητική Συλλογή ‘Τα Πλήθη του Ενός’, Εκδόσεις Κουίντα, Αθήνα, 2013, σελ. 13.

Leave a Comment