Να μια ζωή που πριν να ζήσει ακόμα θα πεθάνει,
Μέσα στο μάκρος των λευκών θαλάμων, θλιβερά
Κάτ’ απ’ το φως το αδύναμο, που η μέρα το’ χει υφάνει
Λευκό για να σκεπάσει τόσα μάτια θαμπερά,
Πριν έρθει ακόμα ο θάνατος χλομός ναν τα χλομιάνει.
Νεκρή ζωή που ακόμα ζεις σε κάποια μάτια ακόμα
Θαμπά, Σα φως όπου πέρνα βαθύχρωμα γιαλιά.
Που ό, τι σου μένει ζωντανό σε θάμπος ή σε χρώμα
Είναι τα μάτια σου, κι αυτά θα σβήσουν Σα φιλιά,
Θα σβήσουν όπως έσβησε κι όλου σου τα’ άλλο σώμα.
Φτωχά παιδιά, τι αναμνήσεις σας δέρνουνε τη μέρα,
Τις ώρες που κουράζεται κι ο θάνατος αυτός,
Να παραστέκει γύρω σας σαν αδελφή ή μητέρα,
Τις ώρες που κάποιας πληγής ο πόνος ο φριχτός
Περνάει με κάποια πρόσωπα που ζουν μες στον αέρα.
Και σας σκεπάζει την καρδιά η πιο μεγάλη λύπη,
Κάποιου θανάτου – αλίμονο!- που ίσως σε λίγο ρθεί
Να σβήσει ένα παράπονο και κάποιο καρδιοχτύπι
Για μια ζωούλα, που έσβησε χωρίς να μαραθεί,
Σα δέντρο που το ρίξανε του ξυλοκόπου οι χτύποι.
Και μες στο βράδυ το βαρύ που χύνεται απ΄ τα πλατιά
Μές απ’ των παραθύρων τα χρωματιστά γιαλιά,
Σας βλέπω να πεθαίνετε στα κάτασπρα κρεβάτια,
– Νιάτα γιομάτα!- σαν πουλιά
Ενώ οι αχτίδες οι στέρνες σας κλείνουνε τα μάτια…
(Μήτσος Παπανικολάου, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Πρόσπερος 1999)
Πόσο σκληρό και συνάμα συγκινητικό αυτό το ποίημα…Ενας ποιητής που δεν έλαβε την προσοχή που του αξιζεε.
Μπράβο για την επιλογή..