Ποίημα, «Του Βαγορή». Στίχοι Ανδρέας Παράσχος. Μελοποίηση Κούλης Θεοδώρου.
Αυτοί οι λίγοι στίχοι ταξιδεύουν πάνω από το νησί εδώ και κάμποσα χρόνια. Θυμάμαι να τους ακούω να τους σιγοτραγουδούν χείλη φίλων, συγγενών, αγνώστων, ανθρώπων που έζησαν το διπλό κτύπημα του πολέμου, μέσα σε κάτι δεκαριές χρόνια.
Ένα ποίημα κόλαση, ενδοφλέβια ενέσιμο, απ’ αυτά που συγκλονίζουν μέσα από την τραγωδία της πραγματικότητας και των γεγονότων που εξιστορούν. Αφιερωμένο στον πιο νεαρό Κύπριο ποιητή, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος ήρωας που απαγχονίσθηκε κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο. Ο Παλληκαρίδης, μόλις 18 ετών τότε, έγραφε ποιήματα στο κελί των κεντρικών φυλακών λίγες ώρες πριν να οδηγηθεί στην αγχόνη, λίγες ώρες πριν να «βγει τα σκαλοπάτια, τα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά», όπως ο ίδιος έγραφε. Τραγική ειρωνεία, η βασίλισσα Ελισσάβετ, έδωσε έφεση στον Ευαγόρα λόγω -δήθεν- του νεαρού της ηλικίας του, μια έφεση που όμως δεν πρόλαβε ποτέ να φτάσει στην ώρα της, με αποτέλεσμα ο Παλληκαρίδης να προστεθεί με τον πιο άδικο αλλά και τον πιο καθάριο τρόπο, στο πάνθεο των πραγματικών θεών.
Ένα χρόνο μετά τον αγώνα της ΕΟΚΑ, η Κύπρος καταφέρνει να αποκτήσει επιτέλους την πολυπόθητη ανεξαρτησία της. Θα έλεγε κανείς (όπως πολύ συγκλονιστικά έγραψε κι η μάνα του ήρωα Αυξεντίου σε σχετικό της ποίημα), πως, χαλάλι της πατρίδας τόσο αίμα που χύθηκε από τόσα αμούστακα παλληκάρια. Χαλάλι της, μιας κι ένα μόλις φθινόπωρο μετά τον αγώνα, η Κύπρος έμελλε να πραγματοποιήσει το όνειρο του Ευαγόρα και των υπολοίπων παλληκαριών, να αποκτήσει την ελευθερία της.
Η μοίρα ωστόσο, παίζει πάντα τα χαρτιά της έτσι όπως εκείνη μοναδικά επιθυμεί. Πολύ λίγα μόλις χρόνια αργότερα, ανάγκασε άλλες τόσες χιλιάδες αθώες ψυχές, να μαρτυρήσουν ξανά, να κατέβουν αυτή τη φορά τα σκαλοπάτια της λευτεριάς του Βαγορή, να χάσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν.
Το ποίημα αυτό, έχοντας φορτωμένη στις πλάτες του την ανείπωτη τραγωδία του 1974 ουρλιάζει και κατεβάζει το βλέμμα μπροστά στον ποιητή Ευαγόρα, όταν αυτός περνά απ’ τα λημέρια του, θέλοντας να δει τι απέγινε τ’ όνειρο, ελπίζοντας να ακούσει πως έπιασε τόπο τόση αγχόνη.
Και πως να πεις σε έναν ποιητή που έδωσε την ψυχή και το αίμα του για το υπέρτατο αγαθό, πως μάταια καλοδέχτηκε τη θηλιά στο λαιμό; Πως να του ομολογήσεις πως αδίκως καλωσόρισε κι εκείνος και τόσοι άλλοι, την αγχόνη στην τελευταία του ανάσα;
Τόσο αίμα, τόσα ποιήματα, τόση θηλιά, πήγαν όλα στράφι. Η Κύπρος μας, από τότε και μέχρι και τώρα, παραμένει ανελεύθερη, μοιρασμένη, ανήμπορη να κοιτάξει στα μάτια τον ποιητή και να του πει τη μαύρη αλήθεια.
Και κάπως έτσι, παππούδες, εγγόνια, αγνοούμενοι, μαζί κι ο Ευαγόρας, παίρνουν μιαν άλλην ανηφοριά, ανεβαίνουν άλλα σκαλοπάτια, κι αυτή τη φορά οδηγούνται προς την Τουρκοκρατούμενη πια Κερύνεια. Και κάπου εκεί, η μοίρα τους βρίσκει να ξημερώνονται όλοι αντάμα, στα κατεχόμενα χώματα της Καρπασίας, κοιτάζοντας να ανατέλλει ένα φως που δεν είναι πια φως, ούτε για τον Ευαγόρα, ούτε για κανέναν μας.
Το μελοποιημένο ποίημα τραγουδούν ο Κούλης Θεοδώρου και ο Γιώργος Νταλάρας στο Ηρώδειο