January 22, 2017

12 ποιήματα της Κυπριακής Λογοτεχνίας που έγραψαν ιστορία

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Κυπριακή Ποίηση και Λογοτεχνία, έχει καταχωρημένους στα αρχεία της σπουδαίους άσσους. Πιο κάτω, παρατίθενται μερικά από τα πλέον αξιόλογα ποιήματα που ανήκουν στα Κείμενα της Κυπριακής Λογοτεχνίας και τα οποία γράφτηκαν από κάποιους από τους πιο κορυφαίους Κύπριους ποιητές όλων των εποχών.

Τα πλείστα ποιήματα που επιλέγηκαν πιο κάτω, αναφέρονται στα πρόσφατα δεινά του πολύπαθου αυτού νησιού, το οποίο μέχρι και σήμερα αναπνέει μοιρασμένo.

Που και που αξίζει να θυμόμαστε τη διάλεκτο και την ιστορία του τόπου μας, έτσι όπως  αυτή καταγράφεται μέσα από δημιουργήματα λογοτεχνίας, μα πιο σημαντικά, μέσα από δημιουργήματα ψυχής.

 

1. Τουρκική εισβολή ΙΙ – Κώστας Μόντης

Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,

που κρεμάστηκε στο παράθυρο

του γκρεμισμένου σπιτιού,

ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,

σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο

ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;

24

 

2. Ευαγόρας Παλλικαρίδης* – Κώστας Μόντης

Όταν διάβασα την ιστορία σου

το βράδι είχα πυρετό.

 

*Ο νεαρότερος ήρωας που απαγχονίσθηκε κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59

 

3. Για τον εικοσάχρονο ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη που απαγχόνισαν οι Εγγλέζοι

Όταν εμείς εξακολουθούσαμε να γράφουμε στίχους

εκείνος διέκοπτε κι’ ανέβαινε στην αγχόνη.

 

(Στιγμες, 1958)

 

4. [Άτιτλη στιγμή] – Κώστας Μόντης

Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη

κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;

Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;

 

5. Οι φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη Λευκωσία* – Κώστας Μόντης

Τόσα χρόνια αναζητούσαμε θέματα.

Να τα, λοιπόν, τώρα!

Να που όταν, επί παραδείγματι,

πήραν τον σκοτωμένο

απ’ τ’ αντικρινό οικόπεδο

δεν πρόσεξαν την τσάντα με το πρόγευμα

που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του

και παρέμεινε.

 

*Ο ποιητής αναφέρεται στις διακοινοτικές συγκρούσεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1963 και είχαν ως αποτέλεσμα, ανάμεσα σε άλλα, τη διαίρεση της Λευκωσίας (που είχε συμβεί σε πρώτο στάδιο ήδη από το καλοκαίρι του 1958) με τη δημιουργία της λεγόμενης Πράσινης Γραμμής.

 

6. ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΑΤΑΤΣΟΣ

 

Εμείς; Τι είμαστε εμείς;

Μπορεί να το διαβάσουμε με θλίψη (πολλή; Καλά, πολλή),

μπορεί να το συζητήσουμε με πόνο (αν και πόσο καιρό κι αυτό;)

μπορεί — οι πιο ευαίσθητοι — να τ᾽ αγρυπνήσουμε (αν και πόσες νύχτες;)

μα τίποτ᾽ άλλο.

Όλα τ᾽ άλλα είν᾽ της μητέρας του παιδιού.

 

(“Στιγμές”, 1958)

 

*Απαγχωνισθέντας ήρωας του αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59.

 

7. Καρτερούμεν μέραν νύχταν* – Δημήτρης Λυπέρτης

Καρτερούμεν μέραν νύχταν

να φυσήσ’ ένας αέρας

‘στουν τον τόπον πόν’ καμένος τζι’εν θωρεί ποττέ δροσιάν,

για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της ημέρας

ποννά φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποσπασιάν.

 

Την Μανούλλαν μας για πάντα μιτσιοί μιάλοι καρτερούμεν

για να μας σφιχταγκαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούμεν.

 

Η ζωή μας έν’ για τζείνην τζαι ζωή μας τζείνη ένι

τζαι πως τρώμεν δίχα τζείνης τζι είμαστιν βασταεροί

έν γιατί με τ’ όνομάν της είμαστιν ποσκολισμένοι

πον το βκάλλουν που τον νουν μας μήτε χρόνια, με τζαιροί·

ξυπνητοί τζαι τζοιμισμένοι έν’ για τζείνην η καρκιά μας

που διπλοφακκά για νά ’ρτει τζαι να μείνει δα κοντά μας.

 

Τα λαμπρά μας ούλλον τζι άφτουν τζι οι καμοί μας εν σιούσιν,

έν’ συμπούρκισμαν φουρτούνας των τζυμμάτων του γιαλού

έτσ’ οι λας έν’ που παθθαίννουν όντας ξένοι τζυβερνούσιν·

έχουν μέσα τους φουρτούναν τζι αν τους έχουν προς καλού

τζι όσον τούτοι τζι αν κραδκιούνται που την Μάναν χωρισμένοι,

η αγάπη τους περίτου γίνεται δρακοντεμένη.

 

Πκοιος αντέκοψεν ποττέ του τον αέραν γιά το τζύμμαν

τζι έκαμέν το για ν’ αλλάξει φυσικόν τζαι να σταθεί;

Ομπροστά στον Πλάστην ούλλοι εν είμαστιν παρά φτύμμαν,

έν’ αβόλετον ο νόμος ο δικός του να χαθεί

τζαι για τούτον μιτσιοί μιάλοι για την Μάναν λαχταρούσιν

έν’ η γέννα, έν’ το γάλα, έν’ τα χνώτα που τραβούσιν.

 

Είντα γάλαν ήταν τότες τζείντο γάλαν που βυζάσαν

ας αμπλέψουν να το δούσιν· είμαστιν ούλλοι εμείς.

Αν περνούσιν μαύρα χρόνια σγιαν τζαι τζείνα που περάσαν

’πό μας ένας έν τζαι βκαίννει που την στράταν της τιμής

μήτ’ επλάστηκεν ποττέ του, τζι αν πλαστεί τζι αννοίξει στόμαν,

νεκρόν εννά τον ξεράσει τζαι του τάφου του το χώμαν.

*Το ποίημα αν και γραμμένο σε άλλη εποχή, συνδέεται από πολλούς και με την Τουρκική Εισβολή του 1974 και τα τόσα δεινά που έφερε μαζί της στον κυπριακό λαό, που ακόμα καρτερεί την πολυπόθητη λευτεριά.

 

8. Παιδί με μια φωτογραφία* – Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι

με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά

και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

 

Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό

είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,

στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα–

στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,

στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

 

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα

και την κρατούσε ανάποδα· μου κακοφάνη.

 

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες

αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές

που ’χαν παγώσει και δεν σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.

 

Του τήνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι

τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα

ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,

έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια

γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.

 

Μάης 1979

 

*Η συλλογή Θόλος (1989) σηματοδοτεί, όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής, το πέρασμα από «το γεωγραφικό στο ανθρώπινο σώμα του νησιού»: οι αγνοούμενοι ως νεκροί ζώντες αναδεικνύονται με ποιητική ενσυναίσθηση το κατεξοχήν τραγικό σύμβολο, όπου διασταυρώνονται ο βίαιος παραλογισμός του πολέμου και ο άμετρος πόνος της ανεξακρίβωτης μοίρας των αγαπημένων προσώπων.

 

9. Άδεια θρανία* – Ανδρέας Παστελλάς

Διάβασα τον κατάλογο και σεις λείπατε,

γράφατε την ορθογραφία σας στους τοίχους.

Διάβασα τον κατάλογο

και σεις βρισκόσαστε στα οδοφράγματα.

Διάβασα τον κατάλογο

και σεις γράφατε στις φυλακές

στα μικρά σας γόνατα

την Ιστορία του Ανθρώπου.

Κι έγραψα στον κατάλογο: όλοι παρόντες!

και πλάι το βαθμό του καθενός σας: άριστα!

20
*Το ποίημα αποτελεί φόρο τιμής στους αγωνιστές μαθητές του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955-1959).

 

10. Εσύ δεν λες τίποτα… – Μιχάλης Πασιαρδής

Εσύ δεν λες τίποτα

μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το νησί

που ήταν όνειρο χτες και θυμάρι κι αμίαντο

και σήμερα ποτάμι οδύνης

 

ποτάμι που δεν λέει να σιγήσει

κατρακυλώντας απ’ τους αιώνες όχι νερό

μα τις πέτρες μας, πέτρες αρχαίες που χτίσαν ναούς

και υψώσανε κάστρα και πολιτείες που χάραξαν

τ’ όνομά τους στο χρόνο

βαθιά, και για πάντα.

 

Εδώ, σ’ αυτό το νησί, υδρίες λαδιού με παραστάσεις του μόχθου

υδρίες κρασιού με παραστάσεις αγάπης

ο χαλκός στου ανθρώπου τη δούλεψη

ο χρυσός, η εικόνα, το κέντημα,

το ξύλο που ευωδιάζει το χέρι,

τάφοι προγόνων παλιών και χτεσινών πατεράδων.

 

Εσύ δεν λες τίποτα

μα εγώ θα σου πω για τα παιδιά

που σκύψανε άξαφνα με το χέρι στο στήθος

εκεί στις πλαγιές του βουνού Πενταδάχτυλος και φωνάζαν

τη μάνα τους ώσπου ξεψύχησαν.

 

Εσύ δεν λες τίποτα

μα εγώ θα σου πω για τα σπίτια, τα δέντρα

του κάμπου μας, τα πικρολέμονα του ίδρωτά μας

που τα διαγούμισαν άλλοι

και πέρα τα πήγανε.

 

Εσύ δεν λες τίποτα

μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το μαρτύριο

που δένει τη γη μας, τον τροχό* που στενάζει

η πατρίδα μας, την πληγή στο σώμα του Ιησού.

 

Εσύ δεν λες τίποτα

μα η πληγή στο σώμα του Ιησού

δεν στερεύει.

 

Μένουμε μ’ ανοιχτές τις πληγές στο σταυρό του ορίζοντα.

Δεσπόζει το αίμα. Η Κύπρος καλεί. Στους

δρόμους του κόσμου αντηχεί η φωνή μας.

Ας μην αναπαύονται οι άνθρωποι.

 

11. Επειδή – Κώστας Βασιλείου

Επειδή κάψατε τα δάση μου

Για να κόψετε τα οικόπεδά σας

Και μιλάτε για Δασούπολη*

Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο

 

Επειδή ανασκάψατε τους κήπους μου

Για ν’ απλώσετε τα γήπεδά σας

Και μιλάτε για Ανθούπολη*

Εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένα άνθος

 

Επειδή μωρανθήκατε

Επειδή σκοτώνετε τον ήλιο μου

Για να πλουτίσετε τα σκότη σας

Και μιλάτε για Λάμπουσα*

Εκεί που δεν υπάρχει λάμψη

Και μιλάτε για Αλάμπρα*

Εκεί που δεν υπάρχει φως

 

Όμως υπάρχει ο Κεραυνός

Και θα σας κάψει.

 

* Δασούπολη, Ανθούπολη: περιοχές της ευρύτερης πόλης της Λευκωσίας.

* Λάμπουσα: νεότερη ονομασία της αρχαίας πόλης της Λαπήθου (αρχικά ως επίθετο, δηλ. Λάμπουσα πόλις), στη βόρεια ακτή του κατεχόμενου σήμερα τμήματος της Κύπρου. Σύμφωνα με μια παράδοση, η πόλη είχε ονομαστεί έτσι, επειδή έλαμπε από πλούτο και ευημερία, χαρακτηριστικά που πιστοποιούνται και από την εύρεση σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων/ πολύτιμων αντικειμένων του 6ου και 7ου αιώνα μ.Χ. (γνωστών με την ονομασία θησαυρός της Λάμπουσας).

* Αλάμπρα: χωριό της επαρχίας Λευκωσίας˙ η ετυμολογία του τοπωνυμίου προέρχεται πιθανώς από το στερητικό α και τη λέξη λαμπρόν (= φωτιά), χωριό δηλ. που δεν κινδυνεύει από τη φωτιά.

 

12. Η εργασία του ποιητή – Θεοδόσης Νικολάου

Το δέκατο αυτό ποίημα, του Κύπριου ποιητή Θεοδόση Νικολάου, αν και δε συσχετίζεται με τα δεινά του νησιού και τα ιστορικά γεγονότα των τελευταίων αιώνων, ξεχωρίζει για το περιεχόμενό του.

 

Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων

Και οι φλόγες της ρομφαίας κοιμηθούν

Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα αγρυπνά

Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.

Δρασκελά το κατώφλι

Και επιδίδεται στο δυσχερές

Και ανόσιο έργο του.

Επιστρέφει όμως

Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη

Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.

Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του

Χαμογελά

Καθώς μια καλή οικοδέσποινα

Που στιλβώνει ένα χάλκινο σκεύος.

 

25

 

 

 

(Πηγή: Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, τ.Β΄ για το Λύκειο, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Λευκωσία 2012)

Leave a Comment