January 28, 2017

Ένα αφιέρωμα στο νεαρότερο Κύπριο ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη

By In ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ, ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

της Άννας Ιωαννίδου

Είναι ίσως ο νεαρότερος Κύπριος ποιητής, που σφράγισε κάθε στίχο του με το ίδιο του το αίμα. Όσοι αγαπούν την ποίηση, και έχουν αδυναμία στην Κυπριακή λογοτεχνία,  έχουν το Βαγορή,  λάβαρο και ερέθισμα ζωής.

Ο Ευαγόρας Μιλτιάδη Παλληκαρίδης, γεννήθηκε στη Τσάδα της Πάφου το 1938 και πριν καλά-καλά προλάβει να τελειώσει το σχολείο όπου φοιτούσε, σε ηλικία 17 χρόνων, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα θρανία και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της Ελληνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) η οποία μαχόταν ενάντια στον Αγγλικό ζυγό, σε μια προσπάθεια για λευτεριά της Κύπρου και ένωσή της με τη μητέρα πατρίδα, Ελλάδα.

Από νωρίς, ο Βαγορής, όπως λεγόταν, επέδειξε τεράστια ωριμότητα σκέψης και έκφρασης, γεγονός που φαίνεται από το σημείωμα που αφήνει στους συμμαθητές του, μία μέρα που μπαίνει κρυφά στο σχολείο:

 

Παλιοί συμμαθηταί,

Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.

 

evagoras pallikaridis

Ο Παλλικαρίδης πολέμησε με πάθος και περίσσια παλλικαριά. Όταν συνελήφθη από τους Άγγλους για κατοχή και διακίνηση οπλισμού, μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση και κατόπιν σε απαγχονισμό.

 

Η αντίδρασή του στο άκουσμα του απαγχονισμού ήταν αυτές οι λίγες, μεγάλες λέξεις:

Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.

Μία μέρα μετά την καταδίκη, οι συμμαθητές του δήλωσαν αποχή από τα μαθήματά τους, εις ένδειξη διαμαρτυρίας, και απέστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτινγκ, ζητώντας να δοθεί χάρη στον Ευαγόρα. Μαζί με τους μαθητές, τάσσονται ολόκληρη η Κυπριακή αδελφότητα, η Ελληνική Κυβέρνηση, ο Αρχιεπίσκοπος και πολλοί άλλοι ιθύνοντες, μη μπορώντας, παρ’ όλα αυτά, να ανατρέψουν την απόφαση της Αγγλίας για εκτέλεση του νεαρού ποιητή.

Ο Ευαγόρας στο τελευταίο γράμμα του γράφει:

Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.

 

Τα μεσάνυχτα πριν να απαγχονισθεί, καλούν την μητέρα του να τον επισκεφθεί για τελευταία φορά. Ο νεαρός μελλοθάνατος, σπεύδει να την παρηγορήσει: «Μη θρηνείς μάνα, πεθαίνω για την Ελλάδα». Ο Παλληκαρίδης, λίγο πριν πεθάνει έγραφε:

 

Ηρώων Γη

Όλη η φύση κοιμάται
Τη ναρκώνει το κρύο
Και ‘γω φεύγω λαλώντας
Το στερνό μου αντίο
Και τη μάνα φιλώντας
Τη κοιτάζω να κλαίει
Μάνα μην κλαις της λέω
Μάνα μην κλαις και κλαίω
Κι όλο πάω και τρέχω
και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα
και μιαν άλλη μανούλα
την Ελλάδα μας έχω
που όλο κλαίει κι εκείνη
Στου βουνού τη ραχούλα
στ΄ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα
ψάχνω να βρω την άγια
και ανεβαίνω ραχούλες
χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ΗΡΩΩΝ ΓΗ
κι ηρώων μορφές.

 

Συγκλονιστικό είναι επίσης το ποίημα, του Φώτη Βαρέλη, το οποίο μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Λευκωσίας αφότου σκοτώθηκε ο 19χρονος ήρωας ποιητής:

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα


μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,


έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.

 

karaolisagxoni 

Ο Παλληκαρίδης απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957, στην τρυφερή ηλικία των 19 ετών.  Ήταν ο νεαρότερος αλλά κι ο τελευταίος ήρωας που απαγχονίστηκε από τον Αγγλικό ζυγό.

Χρόνια αργότερα, αφού η Κύπρος πλήγηκε και από τον Τούρκικο ζυγό, ο Ανδρέας Παράσχος, έγραψε το τραγούδι “Του Βαγορή”, το οποίο μελοποίησε ο Κύπριος Κούλης Θεοδώρου. Το τραγούδι είναι γραμμένο στην Κυπριακή διάλεκτο και μιλά κατ’ ευθείαν στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, καλώντας τον να επιστρέψει πίσω στον αγώνα για απελευθέρωση της Κύπρου, αυτή τη φορά από τον Τούρκο κατακτητή.

 

Του Βαγορή

 

Εννιά τζιαι δέκα τζι’ εκατόν
τζιαί σίλιοι πεντακόσιοι
τ’ άρματα εζωστήκασιν
στον πόλεμον τζιαί πάσιν.

Ο πκιό μιτσής τριών γρονών
χαζίριν τζιαί παρπάταν
τζι’ ο μιάλος ήτουν εκατόν
τζι’ έδειγνεν τους την στράταν.

Ητουν ο γρόνος δίσεχτος
μήνας Δευτερογιούνης
τη στράταν που πηαίννασιν
λαμπρόν την πκιάνει μιάλον.

Ο πρώτος ο μιτσότερος
ελούθην του κλαμάτου
πον είσιεν μάνα να το δει
μήτε δικόν κοντά του.

Τζι’ έτσι σαν ήτουν το λαμπρόν
τζι’ ούλλα κατάπιννεν τα
τζι’ ο φόος ήτουν δακρυκόν
τζιαί τ’ άρματα κρουσμένα

Ομπρός τους συνομπλάστηκεν
πέρκαλλος τζείν’ την ώραν
τζι “ώρα καλή” εφώναξεν
λαλούν με Ευαγόραν.

Τζι’ επολοήθην ο παππούς
στα εκατόν του γρόνια
τζιαί άνοιξεν το στόμαν του
τζιαί λέει τζιαί λαλεί του

“Ωρα καλή του Βαγορή
που ‘ρτες που την αγχόνην
είμαστεν αγνοούμενοι
που πάππον ως αγγόνιν”.

Πάππος, μωρόν τζιαί πέρκαλλος
τα μμάθκια εσηκώσαν
καρτζιλατούν τον Πλάστην μας
πκιάννουν ευτζιήν τζιαί στράταν.

Τζι εφκήκαν μιάν ανηφορκάν
τζιαί στην Τζιερύνειαν πάσιν
τζι’ η νύχτα που ‘ταν βαρετή
έφεξεν στο Καρπάσιν.

 

Δύο μελοποιημένα ποιήματα του νεαρού ήρωα που ξεχωρίζουν

 

Την Ελλάδα αγαπώ

 

Ρώτησε τα μάτια που δακρύζουν
κάποια αλήθεια να σου πουν
κλαίνε πικρά να σ’ αντικρίσουν
γιατί μπορεί να σ’ αγαπούν

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και ‘σένα
μ’ έναν έρωτα μεγάλο αληθινό
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό

Ρώτησε χείλη φλογισμένα
όταν σε δουν γιατί σιωπούν
θα κινηθούν κι αυτά θλιμμένα
για να σου πουν πώς σ’ αγαπούν

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και ‘σένα
μ’ έναν έρωτα μεγάλο αληθινό
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα

 

Εγερτήριον Σάλπισμα

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια να βρω
τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς,
τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ,
θα μπω σ΄ ένα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη,
δεν θαν αληθινό.

Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ΄ αυτό.

Κόρη πανώρια θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ.

Leave a Comment