September 12, 2019

Ποίηση & Ψυχική Yγεία: ποιήματα από το εργαστήρι “Ποίηση και Σκιές” του Κέντρου Ημ. Ψυχικής Φροντίδας “Boemondo”

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Τα ποιήματά αυτά είναι προϊόν του εργαστηρίου “Ποίηση και Σκιές” που στόχο έχει την υποστήριξη και την επέκταση της εκπαιδευτικής, πολιτιστικής και καλλιτεχνικής δεσμεύσεις του Κέντρου Ημερήσιας Ψυχικής Φροντίδας Boemondo στη Ρώμη, ενθαρρύνοντας την δημιουργικότητα και την κριτική σκέψη των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας μέσα από εμπειρίες που υφαίνουν ιστορίες και κάνουν να αναδυθούν προβλήματα καλά φυλαγμένα στα βάθη της ψυχής.

Όπως αναφέρει η υπεύθυνη του εργαστηρίου, η ποιήτρια Αλεξάνδρα Ζαμπά, «η καλλιτεχνική διάσταση δημιουργεί το όχημα ενός όχι μόνο θεραπευτικού αποτελέσματος, αλλά για συνολικής ανάκαμψης, σε ένα όχι στείρο κλινικό πλαίσιο, με δικαίωμα λόγου και έκφρασης ισότιμο για όλους. Μία εναλλακτική δομή ψυχικής υγείας, με όχημα την ποίηση και το θέατρο, που στοχεύει στον αποστιγματισμό της ψυχικής νόσου και την ανάκαμψη και την εναλλακτική παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας, για την βελτίωση της ποιότητας της ζωής και την αξιοποίηση του δυναμικού του λήπτη πάνω και πέρα από τα στερεότυπα».

Πιο κάτω ενδεικτικά ποιήματα από την ανθολογία. Το βιβλίο διατίθεται διαδικτυακά στο https://www.armidabooks.com/book/methoriapoiimata/

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ
 
Πώς να υποδυθείς στο πάλκο της ζωής
ποια η συγκίνηση, ανασκαφή, συλλογισμό
λέξεων που μας κυριαρχούν
και ψαχουλεύουν τα βάθη
της θάλασσας που είμαστε εμείς
 
Συχνά δίχως πετονιά και ούτε γάντζο
 
 
ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ
 
Κάθε πρωί
πίνω τον καφέ
βελτιωμένο, βελτιωμένο, βελτιωμένο.
Αραιώνει το αίμα το νανουρίζει
μετά ποτάμι τρέχει σε κατηφόρα,
φλεβών διάδρομοι -γρήγορα γρήγορα-
Πίνω έναν άλλο πιο δυνατό – βελτιωμένο-
προσθέτω και πάγο
το αίμα ανάμεικτο θρυμματίζεται -τσιμπιές στο σώμα-
ανεβαίνει άμεσα μια γραμμή πόνου
συννεφιάζει ο νους, αισθάνομαι ευτυχής
ένα γύρο τακουνιού και αστραπιαία κατεβαίνει
στο στομάχι καταφθάνει, σπινθήρες ανάβουν
φλόγα με συλλαμβάνει, μητρική εστία
 
ΛΥΠΟΘΥΜΙΑ
 
Γυρίζει ο νους
και ο κόσμος γλιστράει απάνω μου
πέφτω ανάσκελα
το καρδιοχτύπι επιταχύνεται διασχίζει τη ζωή
η έρμη καρδιά γυρεύει παρηγοριά
την αιτία της ασθένειας ζητώ
βρίσκω τις ανησυχίες μου, απαρηγόρητος
πίνω ένα ποτήρι νερό
 
 
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
 
Το σπίτι με τα ακατάστατα κρεβάτια
δεν το υποφέρω
Σκούπιζε τη σκόνη μάζευε
καθάριζε όλα τα έπιπλα από πάνω προς τα κάτω
γυάλιζε καλά τα πατώματα όλες τις γωνίες καλά
 
Τα παράθυρα κλειστά – έξω οι σιλουέτες των δέντρων ;
τρίψε τους λεκέδες και αφαίρεσε – αφαίρεσε
τη βρομιά από τη λευκή οθόνη
της ζωής -θέατρο σκιών-
αφαίρεσε επώδυνες προβολές
 
 
ΑΝΟΙΓΩ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ
 
Ανοίγω προς τον άλλον, περιμένω, χαμηλοβλέπω
Με σκοτεινό και τεταμένο πρόσωπο παλεύω τη νύχτα
Μια ασταθής αυξανόμενη νευρικότητα, με τρώει
 
Θα ήθελα να αδειάσω το μυαλό μου
 
ν’ απομακρυνθώ από τη μοναξιά,
από τις κακουχίες και τις κακές σκέψεις
εκείνες τις έμμονες, τις κουραστικές
 
Που να βρω να τις αδειάσω, να δραπετεύσω;
 
Το πρωί όλα είναι διαφορετικά
οι έμμονες σκέψεις εξατμίζονται
Διευρύνεται στο στόμα το χαμόγελο
 
 
ΑΠΟΙΚΙΑ ΓΑΤΩΝ
 
Είναι πρωί φορτωμένο με όνειρα.
Το ένα πόδι ακολουθεί το άλλο, τα χέρια κρέμονται
τα αυτοκίνητα με τα κλάξον ρυθμίζουν τη πόλη
 
Στον μεγάλο κήπο της δημοτικής βιβλιοθήκης
φθάνω με τη σάκα μου γεμάτος ανησυχίες
σταματώ στη μεγάλη πύλη όλο σιδερένιες ράβδους
γυρεύω τα κλειδιά, χαμηλώνω το κεφάλι, ψάχνω
βλέπω του μονοπατιού τους θάμνους να κινούνται
το ένα μετά το άλλο ξεπροβάλλουν πονηρά τα γατιά
τρίβονται στις οριζόντιες και κάθετες ράβδους
 
Ανοίγω και κλείνω γρήγορα, το πράσινο κάγκελο τρίζει
τα κλειδιά καμπανίζουν, τα γατιά στο άκουσμά τους
                                                                                 νιαουρίζουν
 
Χαϊδεύω την πλησιέστερη, εκείνη που ονομάζουν
                                                                           Όμορφη
πάντα αφηρημένη, πονηρή και αδιάφορη,
τη Σάρα και τη Ρεβέκκα, τη Λεία και τη Ραχήλ
μητέρες των πάντων
Μάμη, Μάμη…Μάμη φωνάζω και
φτάνει, αργά κατρακυλά από τα κλαδιά
η Φιασκούλα, παχουλή και μικρούλα.
Μετά σε απόσταση φτάνουν
Στρέικ και ο γάταρος ο ωραίος του Κολοσσαίου
                                                                          ο μοιράιος
Χάνω τις σκέψεις που τρέχουν ζεστές
στη θάλασσα των φλεβών,
φορτωμένος γατίσια τροφή, υπολείμματα της νύχτας
προχωρώ με τους κροτάφους να βουίζουν και
τα χέρια αποξεραμένα να βαρούν και να κρέμονται.
Προχωρώ στην ανηφόρα
εκείνα υπομονετικά τρίβονται στα παπούτσια μου
λαχανιασμένος τα χαϊδεύω, είμαστε όλοι στη σειρά
 
Μόνος εγώ, ορφανά και αυτά,
σκαρφαλώνουμε στα μονοπάτια.
Να είχα μόνο στη καρδιά ένα τριαντάφυλλο…
 
 
ΚΑΠΝΙΖΩ ΔΕΝ ΚΑΠΝΙΖΩ
 
Εγώ δεν καπνίζω πια
πέρασαν της νιότης μου τα χρόνια
 
Τα δύο δάκτυλα κοντά στο στόμα
να ζητώ σιγή, να αναπνέω μαύρο
να σκέφτομαι μόνο το κίτρινο του δείκτη.
Στον καπνό να κρύβομαι
στο σύννεφο του να αναμειγνύομαι
να προσπαθώ να κατευνάσω την ανησυχία
του άγχους την παραπλάνηση
να ξετρυπώνω οδυνηρές σκέψεις στις ρυτίδες
χλευαστικά κιτρινισμένες από το χρόνο
 
Περικλεισμένος σε τελετουργική κίνηση
μαυρισμένος δίχως πιθανότητα διαφυγής
 
 
Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ
 
Βάφω τα μαλλιά μου μαύρα
σαν της γιαγιάς μου για πάντα
μέχρι θανάτου μου
 
Λευκό θυμάμαι το δέρμα της
αργό το βήμα και η ομιλία της μελωδική.
Τα μαλλιά της κατέβαιναν στο πρόσωπο πυκνά
τα χέρια της πάντα να ζυμώνουν πίτσες
κόκκινες από πηκτή ντομάτα
 
Κόκκινα τα χέρια της όπως εκείνη τη μέρα πυκνής βροχής
πάνω στο δρόμο την είδα για τελευταία φορά
να τελειώνει τη ζωή στο κόκκινο
 
 
Η ΜΗΤΕΡΑ Η ΑΓΝΩΡΗ
 
Κάθε μέρα που περνά την γνωρίζω και λιγότερο
Αναρωτιέμαι τι δεν πάει και με κοιτάζει στραβά
και είναι νευρική και στριγγλίζει, δεν την καταλαβαίνω.
Κατά βάθος τι δεν μου λέει
τι μου κρύβει, πως είναι αυτή
και πως οι μητέρες οι άλλες
 
Ίσως ζητά την αγάπη μου
ίσως δεν την βρίσκει
μετά το θάνατο του πατέρα μου, ίσως
της λείπει εκείνος, ίσως κάτι άλλο,
ίσως γυρεύει εμένα, ή κάποιον άλλον
διαφορετικόν από εμένα
 
μετά από τόσα χρόνια μαζί, δεν την καταλαβαίνω
 
 
Η ΠΕΜΠΤΗ
 
Η τέταρτη φορά προηγείται της Πέμπτης
 
και οι θεματοφύλακες άγγελοι την χαιρετούν ευτυχείς
της χαρίζουν τη ζωή μαζί με ένα δεκανίκι
την ακουμπούν δίπλα στους γονείς και τα τέσσερα
                                                                                      αδέλφια
 
Είναι γνωστό, η τελευταία είναι και η πιο χαϊδεμένη
 
Εκείνη με το δεκανίκι βρήκε τη σωτηρία
έμαθε να συνδέει τα συναισθήματα με τις συγκινήσεις
να γυρεύει το διαλογισμό παρά τη σύγκριση
 
Το δεκανίκι φέρνει μαζί του ένα ολόκληρο κόσμο
 
 
 
Τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική ανθολογία “Μεθόρια Ποιήματα” της Αλεξάνδρας Ζαμπά, Εκδόσεις Αρμίδα, 2014

Leave a Comment