December 18, 2016

5 ποίηματα του Μανόλη Αναγνωστάκη

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η αγάπη είναι ο φόβος

«Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους

Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα

Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση

Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων

Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;

Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά

Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε

Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;

(κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα

βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν

πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας

διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας.)

 

Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή

Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα

Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα

Κάτι σα μια θαμπή ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.

Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις

Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις

Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου

Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα

Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις

Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

 

Μα ποιός θα’ ρθει να κρατήσει την ορμή μιάς μπόρας που πέφτει;

Ποιος θα μετρήσει μια-μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα;

Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;

Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες

Ζητούνε μια ώρα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.»

 

 

Μιλώ

«Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών

Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα

Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες

 

Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή

Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα

Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους

 

Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα

Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους

Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια

 

Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα

Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες

Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

 

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες

Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του

Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν

Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν

Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια

Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν

Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει

Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.»

 

 

Οι νικημένοι

«Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου

Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού.

 

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο

Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας

Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο

Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια

              από τ’ άναμμα της σάρκας

 

Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους

Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας

Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ’ναι

             κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας

Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;

 

Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.»

 

 

Αφιέρωση

«Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν

Για το σπίτι που χτίστηκε

Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν

Για τα πλοία που άραξαν

Για τη μάχη που κερδήθηκε

Για τον άσωτο που επέστρεψε

Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.»

 

 

Φοβάμαι

«Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που σου ‘κλειναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.»

 

Leave a Comment