(Πανοπτικόν, τεύχος 20)
Θυμάμαι την… άδολη χαρά μου όταν διάβαζα μετά μανίας τα δοκίμιά του και έπεσα πάνω στην πλήρη αποσυναρμολόγηση και απόρριψη του «Άξιον εστί» στο «Η πολιτική ουσία του λαϊκισμού» (Η Ρωμιοσύνη στον Παράδεισο, Έρασμος, 2004). Εκεί αναπτύσσει με στιβαρά επιχειρήματα την άποψη ότι το έργο του νομπελίστα Ελύτη αποτελεί μια αντανάκλαση του εθνικού μεγαλοϊδεατισμού. Γράφω για άδολη χαρά γιατί ίσως ήταν η δικαίωση μιας εφηβικής μου αντίρρησης για στίχους όπως:
Πολλές οι σκέψεις του διανοητή Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου που με γοήτευσαν, αλλά επειδή εδώ δε φτάνει ο χώρος για ανάλογες επεκτάσεις και προσεγγίσεις, θα αρκεστώ μόνο στον θαυμαστής εμβρίθειας και οξύτατης αίσθησης στοχασμό του: «Κανένας δημοκράτης δεν ομολογεί ότι το καθεστώς που θέτει το δίλημμα: «Ή εγώ ή τα τανκς» στην πραγματικότητα κυβερνάει ήδη με τα τανκς -είτε αυτά είναι ορατά όπως στη Βαρσοβία και την Άγκυρα, είτε είναι αόρατα όπως στον «ελεύθερο κόσμο».
Όλα τα προτερήματα του στοχαστή Λυκιαρδόπουλου έχουν μετουσιωθεί στα ποιήματά του. Η φιλοσοφική ορολογία δεν του αρκεί και καταφεύγει στον ποιητικό λόγο, γιατί μ’ αυτόν μπορεί να φτάσει στον μυχό των πραγμάτων. Ποιήματα που δεν κουράζουν, καθώς έχοντας μπολιάσει τα θεμέλια τους με το ακριβό του βίωμα, δημιουργεί μια συνεχή και αξιοπρόσεχτη κίνηση του θυμικού. Δεν περιγράφει ένα συμβάν αλλά το δημιουργεί μέσα από τις λέξεις του. Γνωρίζοντας τη δύναμη της ποιητικής εικόνας, (όχι με τη ζωγραφική της έννοια..), ο στοχαστικός και εσωτερικός ποιητής μας χαρίζει στίχους όπως:
Μιας και ο ίδιος αποφεύγει τη δημοσιότητα όπως ο… διάολος το λιβάνι, οι συλλογές του δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό. Η επιλογή του αυτή είναι κομβικής σημασίας. Όπως εύστοχα γράφει κάπου ο Μάνος Τασάκος, η δουλειά του ποιητή τελειώνει με την τελεία που βάζει, δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη αν ο συγγραφέας έχει ξανθά μαλλιά ή μελιστάλαχτη φωνή, όπως δεν ενδιαφέρει τον κατοικούντα σε ένα διαμέρισμα η απόχρωση της κόμης του αρχιτέκτονος..
Σε μια περίοδο άγριου καταναλωτισμού και ‘’νομιμοποιημένης’’ ευκολίας στάσεις ανάλογες πρέπει να χαίρουν του σεβασμού όλων μας.
Τα ποιήματά του με έθελξαν εξαρχής. Ήταν μια περίοδος που τα κουβαλούσα παντού: στο μετρό, στο βαπόρι, στο μαξιλάρι κ.α. Αργότερα, διαβάζοντας το ποίημα του Κώστα Δεσποινιάδη:
συνειδητοποίησα αυτό που αρχικώς είχα διαισθανθεί: παντέρημος κανείς πρέπει να εισχωρήσει στα ποιητικά ύδατα του Λυκιαρδόπουλου. Χωρίς λυσάρι και έτοιμες ερμηνείες για σωσίβιο στις αποσκευές. Άλλωστε, όπως γράφει ο Βύρωνας Λεοντάρης, «Τα ποιήματα συμβαίνουν», όσο εμπιστευτούμε ένα ποίημα στ’ ανοιχτά, τόσο αυτό θα μας δείξει οάσεις και θησαυρούς.
Στην θάλασσα για αρκετά χρόνια, πρώτα ως ναύτης και μετά ως ασυρματιστής σαν τον Καββαδία, με διαφορετικό ναύλο από τον Μαραμπού, ο Λυκιαρδόπουλος γράφει για τη ματαίωση των ιδεολογιών, για την κατεδάφιση του ονείρου,
Ὅταν ἤρθαμε
ὑποχωρούσαν τὰ μεγάλα ὁράματα ἀποδεκατισμένα
στὰ ὑπόγεια καταφύγια τοῦ στίχου
τώρα μᾶς πήραν δρόμοι χωρὶς ἐπιστροφή
βήμα πρὸς βήμα συλλαβίσαμε τὴν ἔρημη δεκαετία
συλλαβίσαμε τὴ ζωή μας μὲ χαμηλὴ φωνὴ καὶ λίγο φῶς
καὶ μὲ τὸ δάκτυλο νὰ διστάζει σὲ κάθε συλλαβή
χάσαμε τὴ ζωή μας λίγο λίγο καὶ χωρὶς σκοπό
Μὰ ποῦ εἶναι οἱ μέρες ποὺ στὶς φλέβες τους κυλοῦσαν
ἄνεμοι χτεσινοὶ αὐριανὰ ποιήματα
ὅταν ἡ ἱστορία πλατάγιζε σὲ κάθε συνοικία
τραντάζοντας τὶς ρίζες τ’ οὐρανοῦ τῆς ἀδικίας τὰ μπαλκόνια
δὲν πρόλαβες τίποτα
-ἀνταύγειες μόνο
κουρέλια μουσικῆς ποὺ τὰ ξεβράζει τ’ ὄνειρο κι ἡ τρέλα
ἀνταύγειες ἀπὸ μιὰ μάχη ποὺ ἄλλοι δώσανε
καὶ χάσανε γιὰ σένα
(Ραγισμένο ταμπούρλο, Ύψιλον, 2006)
και την απαραίτητη ανάγκη της ουτοπίας, για την… αιμάσσουσα πληγή του συμβιβασμού, για την τάση φυγής προς το ανεκπλήρωτο, για την υπαρξιακή αναζήτηση και αγωνία, αφήνοντας τον αναγνώστη, με μοναδικό εφόδιο τους στίχους, να βρει (ή να εφεύρει) την δική του όαση.
Η μάχη «που άλλοι δώσανε και χάσανε για σένα», είναι η επιτομή εκείνου του αισχρού «βλέπε, άκου, μη μιλάς». Ο κακώς εννοούμενος ατομικισμός, η αποξένωση και η απόσταση μεταξύ των ανθρώπων, (στην οποία συμβάλλει και η τρέχουσα διαίρεση σε πραγματικό και ψηφιακό εαυτό), αποτελεί πλέον μια ανεκρίζωτη τάση. Αυτή η σύγχρονη αλλά αρκούντως μεταβολισμένη μορφή βίας καταφέρνει τεχνηέντως να… εξαφανίσει και το φίδι και την τρύπα.
Γραμμένο το 1968, 50 χρόνια πίσω κι όμως τόσο σημερινό. Διαβάζοντας το ξανά και ξανά … αντηχάει πίσω μου ο, συνήθης ύποπτος, Καρυωτάκης:
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στὸν πλατὺ κόσμο μιὰ θέση.
Με ελεύθερο στίχο εδώ (αλλού προτιμάει τον έμμετρο ομοιοκατάληκτο), ο ποιητής που «έχασε τη ζωή του εν ειρήνη» επιμένει στο δωμάτιο που δεν το βρίσκει κανείς, τις αναμνήσεις που κρατά κλειδαμπαρωμένες στα μύχια της συνείδησής του.
Μα, στην ουσία, μιλάμε για μια εμπόλεμη και στο φαινόμενο μονάχα ειρήνη
μπουζούκι και μπετόν αρμέ – κάτω απ’ αυτή την μπότα
μεγαλώσαμε
(Ραγισμένο ταμπούρλο, Ύψιλον, 2006)
που τον διώχνει και τον αναγκάζει «να αλλάζει καταφύγια», αλλά να καταλήγει πως «δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό» προς την ελευθερία.
Δε γίνεται με αναχρονιστικά μέσα ο πόλεμος αυτός -τρύπωσε υπογείως σε υπνωτικά ριάλιτι παιχνίδια, στην ηρωοποίηση ποδοσφαιριστών και καλλιτεχνών που αναπαράγουν τυποποιημένα μηνύματα αποβλάκωσης, στον στιγματισμό του διαφορετικού και στον εξοστρακισμό του δημιουργικού – σημαντικός σύμμαχος η ομοιομορφία -, στον ανταγωνισμό, ο οποίος με την κουκούλα της εξέλιξης, αντί για μικρογραφία σφαγής αποκαλείται… υγεία.
ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ
Ι
Ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν
γιατί τά δάκρυα λάμπουν διφορούμενα
γιατί ὁ θάνατος χαμογελάει ἀπό τό μέλλον
γιατί τό ψέμα πυροβολεῖ μ᾿ εὐθύβολες ἀλήθειες
γιατί ἡ ἀλήθεια δέν προβαίνει πλέον σέ δηλώσεις
Γιατί
στό ἀγκίστρι τοῦ θανάτου
τό δόλωμα ἦταν ἡ ζωή
…ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν
πῆρες ὅ,τι σοῦ ἀνῆκε
τήν πόλη καί τή θάλασσα
τή θέα τῆς εὐτυχίας πού φεύγει
Πῆρες πολλά ἔδωσες λίγα
ἡ θάλασσα σέ πίστεψε
ἀλλά σοῦ τέλειωσαν τά λόγια
Μήν ἐνοχλεῖς τώρα τόν Κόσμο
οὔτε μέ τήν ἀγάπη
(Τά ποιήματα τοῦ μανδαρίνου, Ύψιλον, 2002)
Ο άνθρωπος, ανοιχτοχέρης στις εκπτώσεις, συνεπαρμένος από την ψευδαίσθηση του μεγαλείου (και γι’ αυτό βαρήκοος στο μοιρολόι της αλήθειας), λοιδορεί το «δούναι και λαβείν», συνθλίβει κάθε τι ατομικό μέσα του, για μια άλλη ψευδαίσθηση, αυτήν της ασφάλειας, και γίνεται έτοιμη λεία για «αθέλητες» παγιδεύσεις στα πλοκάμια ιδεολογιών και αρτηριοσκληρωτικών δογμάτων. Κι όταν τα όρια χαθούν, δε διστάζει να εξακοντίζει τη ρητορεία ενός αρτίως σχεδιασμένου, καλοζυγισμένου και επικερδούς ουμανισμού. Μη γνωρίζοντας όμως πως δεν υπάρχει πια ο στόχος…
Είναι παρήγορο να βρίσκεις τέτοια ποιήματα που η αναπνοή τους πασχίζει να τα κρατήσει όρθια μέσα στον στροβιλισμό της πραγματικότητας.
Όλα τα αληθινά ποιήματα είναι αυτόχρημα και μια πολιτική καταγγελία κι ο ποιητής, ο ταγμένος στο λειτούργημα που λέγεται Ποίηση, οφείλει να διαισθάνεται και να εκφράζει με διορατικότητα όσα οι πολιτικοί (ή πολιτικάντηδες;) και η κοινωνία αρνούνται πεισματικά να δουν, (αν και διοπτροφόροι οι πλείστοι..).
Η πρόοδος τελικά δεν ήταν γραμμική. Όλος ο συρφετός με τα τεχνολογικά καλούδια και τις απαστράπτουσες συσκευές που κουβαλούσε αποδείχτηκε φενάκη. Ο μικροαστισμός έγινε πλέον κανονικότητα και όλη η ορμή του ονείρου σταμάτησε απότομα σ’ ένα καμουφλαρισμένο αδιέξοδο: στην πόρτα ενός γραφείου ή ενός γυαλισμένου αυτοκινήτου. Οι τελευταίοι 5 στίχοι, με αυτό το “μικραίνοντας” να επαναλαμβάνεται σαν μαχαιριά, συμπυκνώνουν την έκβαση μιας ύπαρξης που εναντιώθηκε στη συνείδησή της για χάρη της πλαστικής άνεσης..
Εδώ είναι μαζεμένη όλη η ένταση και το σφίξιμο του συμβιβασμού, «αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί πια ούτε να κλάψει». Στριμωγμένος στο κοστούμι που του φόρεσαν, ακολουθώντας ευλαβικώς καθωσπρεπισμούς και στερεότυπα, αφήνοντας πίσω τα ενδύματα του ονείρου για την θαλπωρή και την ασφάλεια, πνίγεται και ο πνιγμός αυτός είναι ο χειρότερος…
ΙΙΙ
Ὅλα παιγμένα πάνω σ᾿ ἕνα ψέμα ἀληθινό
τόσο τρυφερά
μ᾿ ἔμπειρα δάχτυλα
στό πιάνο
ὅλα παιγμένα
πάνω σ᾿ ἕνα σκοπό χωρίς σκοπό.
Δέν πάει ἄλλο τό τραγούδι σου μέ τή φωνή μου
κάποιος πρέπει νά πεῖ τήν παράφωνη ἀλήθεια
ἔστω κι ἄν εἶναι νά σωπάσουμε γιά πάντα.
(Τά ποιήματα τοῦ μανδαρίνου, Ύψιλον, 2002)
Υπάρχει μια μελαγχολική διάθεση στα ποιήματα του Λυκιαρδόπουλου, μια καλά ριζωμένη απαισιοδοξία, όχι όμως ρομαντικής χροιάς ή κουραστικής (πλέον) συναισθηματολογίας, αλλά μια συνεχής πυξίδα για το γίγνεσθαι. Ένας κώδωνας κινδύνου προς όλους εμάς τους καθημαγμένους ερασιτέχνες του Πραγματικού, που έλεγε ο Καρούζος, ώστε να αποφύγουμε τις ευκολίες και να πράττουμε κατά τον δαίμονα εαυτού.. Ο Λυκιαρδόπουλος μάς καλεί να παρακούσουμε τον καπετάνιο, να γίνουμε αποστάτες. Με ένα συνεχές κάλεσμα για εξέγερση, για ατομική επανάσταση. Η οποία δεν επιτυγχάνεται δίχως την αυτοκατάφαση και τον αυτοπροσδιορισμό. Κοντολογίς, «Γοργά προς τον εαυτό σου», που έλεγε ο Γερμανός από το Ρέκεν με το μεγάλο, θρασύτατο, μουστάκι…
To διάβαζα ψες το βράδυ με μεγάλη προσοχή. Σήμερα ξύπνησα και το ξαναδιάβασα…Τι ανατρεπτικό σημείο εκείνο με τον Ελύτη. Δεν το περίμενα να το πω, αλλά συμφωνώ μαζί σας κ. Μύρωνα, πράγματι ετσι είναι η αλήθεια, όπως την απαντάει στην ποίησή του ο Λυκιαρδόπουλος.
Γενικά διαβάζοντας το αφιέρωμα (που ειναι παρεμπιπτόντως εξαιρετική πρωτοβουλία) γνώρισα έναν μάγκα της ζωής και της ποίησης που δεν ήξερα. Μου γρατζούνισε τη συνείδηση που μάλλον αυτό ειναι υπέραρκετο.
Θα το ξαναδιαβάσω. Αγαπητέ Μυρωνα, να γράψετε κι άλλα. Μας ανοίγουν τα μάτια μας!
Ανδρέας Πολυβίου
Καλημέρα σας,
Πολύ ενδιαφέρον το αφιέρωμα σας κύριε Μύρωνα. Από που μπορούμε να βρούμε τις συλλογές με τα ποιήματα του κυρίου Λυκιαρδόπουλου; Μπορείτε να κάνετε και αφιέρωμα για άλλους όχι και τόσο γνωστούς ποιητές όπως είναι ο αγαπημένος μου Ανέστης Ευαγγέλου…
Καλή συνέχεια.
Κώστας Καλογιάννης
Πάτρα
Στο διαδίκτυο μπορείτε να ψάξετε για όλες τις συλλογές του ποιητή Λυκιαρδόπουλου αγαπητέ κ. Καλογιάννη. Σύντομα θα εκδοθούν και από λογοτεχνικό περιοδικό. Σας ευχαριστούμε και τους δυο για τα σχόλιά σας. Μας δίνουν δύναμη να συνεχίσουμε.
Αποτυπώματα