May 6, 2017

Επτά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Όλα τα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984.

 

 

Το Πρώτο Σκαλί               

 

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν

μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·

«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω

κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.

Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.

Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,

πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·

κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι

ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»

Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια

ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.

Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει

νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο

πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο

πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι

πολίτης εις των ιδεών την πόλι.

Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι

και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας

που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

 

Τείχη    

                                                              

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

 

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

 

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

 

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

 

Ηδονή 

 

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών

που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.

Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα

την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

 

 

Ιθάκη   

 

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

 

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

 

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

 

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

 

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

 

 

Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X.          

 

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,

πήγα στο σπίτι του, μ’ όλο που το αποφεύγω

να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,

προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

 

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα

να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην

που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν

με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

 

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη

που από την άκρην όπου στάθηκα

είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,

και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

 

Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.

Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές

χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·

και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω

στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας

να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους

με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·

και σκέπτομουν που έχασα για πάντα

την εμορφιά του, που έχασα για πάντα

τον νέον που λάτρευα παράφορα.

 

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για

την τελευταία μέρα που έζησε—

στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,

στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—

Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη

τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές

ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,

ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

 

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.

Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν

πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.

Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.

Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·

σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.

Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,

ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς

όταν ετύχαινε η παρέα μας

να συναντήσει αντίθετη παρέα.

Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.

Μάλιστα μια φορά τον είπαμε

πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.

Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε

μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.

A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.

Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,

τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.

Όταν ενθουσιασμένος ένας μας

είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό

την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,

του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης

(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

 

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως

για την ψυχή του νέου δέονταν.—

Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,

και με τι προσοχήν εντατική

στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν

όλα για την χριστιανική κηδεία.

Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη

εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν

σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·

αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,

με τους δικούς του, και που γένομουν

ξ έ ν ο ς εγώ,  ξ έ ν ο ς  π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα

μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί

από το πάθος μου, και  π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—

Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,

έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί

απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.

 

 

Απολείπειν ο θεός Aντώνιον     

 

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.

Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

 

 

Περιμένοντας τους Bαρβάρους

 

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

 

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

 

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;

Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;

Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

 

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,

και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε

για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί

τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

 

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν

σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·

γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,

και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·

γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια

μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

 

—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα

να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

 

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία

κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).

Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,

κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

 

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,

και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

__

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Leave a Comment