Ὅσο κι ἄν πασχίζει ἡ βροχή
ἔχεις ἕνα ὑπόστεγο στὸ στήθος.
Ἀνθίζει κέφια ὁ Αὔγουστος:
εἶδες πῶς χορέυει
ἡ ἀπόγνωση
στὴν ἴσαλο τῆς λύπης
μὲ τὸ φόρεμα τῆς συμφορᾶς μου;
Ἀργοπεθαίνει τὸ μοιρολόι
σὰν περίσσευμα ἀντάρας
ποὺ κουτσαὶνει.
Ἠ στραβοτιμονιὰ σιγουρεύει
τήν μετωπικὴ μὲ τὸ παρὸν.
Ἕτσι ποὺ κρατᾶς τὰ χέρια σου
μοιάζουν μὲ βραχώδη δισταγμό.
Χαράμι
τόσο ὀξυγόνο
μὲσα σ’ ένα σωσίβιο –
ταχύτερο τὸ πρόσθιο
χωρὶς ἀποσκευὲς στὸ αἷμα.
Ε. Μύρων – 7. 2019