August 26, 2017

Ιδανική καντάδα – Βαλάντης Γαούτσης

By In ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ

Ξεσήκωσα δυο μελωδιές παρισινές, σε βαλς που προσκαλούν
σε, δεσποσύνη λαμπερή, απ΄ τ΄αγιόνερα του έρωτ΄ αναδυομένη·
αυτές που τραγουδούν αγέρωχα περιχαρείς οι πιο απελπισμένοι.
Οι σαν εμέ,όπου σε σοκάκια και πλατειές μεθυσμένοι για σε παραμιλούν
και σιγοντάρουν μου τη φωνή σαν έρχομαι με κιθαριά ερωτοκαμωμένη.

Στολισμένο το κατηφορικό στενό που διάβαινα, με καντήλια
δεξιά κι αριστερά, που άναβαν στο χτύπημα της πρώτης νότας.
Κρύβω ΄να φλασκί αδειανό στη μέσα τσέπη της φτηνής μου ρεντικότας
που μόνο γέμιζε σαν ήθελα να ξεχαστώ στην πρώτη μας καντρίλια.

Άναβ΄η μικρή τους φλόγα, κι έμπροσθέν μου εστέκονταν οι νεκροί
ερωτευμένοι σου, που δεν τους δρόσισες τ΄ άλλοτ΄ απαλό τους χώμα.
Εκείνηνε τη μωβ που στόλιζες στα μαλλιά σου μυρίζαν ανεμώνα,
και την ελπίδα τους π΄αργόσβηνες, την ένιωθαν πια κατάρα τρυφερή.

Α, τη ζωούλα τους τη σύντομη και το παράπονο το τραγουδιστό,
έν΄ αεράκι φθινοπωρινό τα φέρνει σα χάδια τους στο πάνω τζάμι
του παραθύρου σου, και ρέουν σαν υγρασιάς διακριτικό ποτάμι
σχηματίζοντας τους ήχους απ΄ ενός παράφρονος το αναφιλητό.

Αναφώνησα: «να! να,το άκουσμα το ιδανικό για τη βραδινή μπαλάντα!»,
κι έκλεψα κρυφά σου τη μεταξωτή που φορούσες στο κεφάλι μπόλια,
να σκουπίσω περισυλλέγοντας των νεκρών τα μεθυσμένα λόγια,
να τα κάμω τραγούδι που θα το τραγουδώ, θρηνώντας τους για πάντα.

Έφτασα μεσονυχτίς κάτωθεν μιας γλάστρας πού ΄χες στο μπαλκόνι.
Ως το δρόμο έφταν΄ η ευωδιά απ΄ τ΄ ανθισμένο γιασεμί.
Πίσω μου μ΄ ανασηκωμένα χέρια δακρυσμένοι κι αμίλητοι οι νεκροί,
προσπάθησαν να μ΄αποτρέψουν απ΄αυτό που εν αγνοία μου σιμώνει.

Τους αγνόησα, κι έπιασα το τραγούδι μου, τη διαλεχτή καντάδα.
Καθώς μελώδιζα τις λέξεις των απ΄τη βρεγμένη μπόλια, είδα
στην άκρη της,πάνω στη φράση «σ΄αγαπώ», μια παραφασάδα.
Εσιώπησα,και κενή καθώς έμεινε του τραγουδιού η τελευταία αράδα,
κατέβασαν τα χέρια οι νεκροί, κι εχάθη άδοξα κι η τελευταία ελπίδα.

Τότε, ο πρώτος σου έρωτας, παραπατώντας έρχεται, με πλησιάζει.
Παίρνει στα χέρια του τη μπόλια σου, και τα μάτια μού σκουπίζει.
Μου δείχνει πως δε γράφει «σ΄αγαπώ», μα «θα χαθώ», κι αγγίζει
με το χέρι μου τον πρησμένο του λαιμό, και σαν αδερφό με αγκαλιάζει.

Γύρισαν, κι άρχισαν ένας-ένας ν΄αναχωρούν παίρνοντας την ανηφόρα.
Παρερμήνευσα τα λόγια των, όπου προμήνυαν εν τέλει το χαμό μου.
Το «σ΄αγαπώ» που δεν τραγούδησα εστάθη για πάντα στο λαιμό μου,
και κάθ΄ ερωτευμένος μαζί σου, λαμπερή, για ΄μένα κλαίει τώρα.

Leave a Comment