April 9, 2017

Αντίο (Φθινοπώριασε): Αρθούρος Ρεμπώ (μαζί με το πρωτότυπο ποίημα στα γαλλικά: Adieu-Une saison en enfer)

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Φθινοπώριασε (σε μετάφραση Χριστόφορυ Λιοντάκη)

“Φθινοπώριασε! – Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο; Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός. – Μακριά απ’ τους ανθρώπους  που φθίνουν με τις εποχές.

Φθινόπωρο. Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο από φωτιά και λάσπη. Κουρέλια που σαπίζουν. Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί. Μέθη…μέθη…μέθη… Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν. Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση. Ο εαυτός μου… Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου. Κοιτάζομαι ξανά. Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα. Στα μαλλιά μου σκουλήκια και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια. Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους  χωρίς ηλικία,  χωρίς αισθήματα… Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ… Τι φριχτή ανάμνηση.

Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις του με φοβίζει. 

Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές. Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά. Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις πολύχρωμες σημαίες του. Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα. Επινόησα όλες τις γιορτές. Έζησα όλους τους θριάμβους. Όλα τα δράματα. Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια. Καινούρια άστρα. Καινούρια σώματα. Καινούριες γλώσσες.

Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις. Και λοιπόν; 

Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου. Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο.

Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε. 

Ούτε ένα αγαπημένο χέρι. Ούτε ένα; Πουθενά βοήθεια. Πουθενά;”

 

Άλλη μία μετάφραση του ίδιου ποιήματος (σε μετάφραση X.Σ.Kρεμνιώτη):

ΑΝΤΙΟ

“Φθινόπωρο.
Σκέφτομαι, πάντοτε όταν έχει τέτοιο καιρό, πώς δεν κατάλαβα ποτέ τι φέρνει μέσα μου τον νόστο του καλοκαιριού. Αναρωτιέμαι δηλαδή, προς τι να θέλουμε, το φως του ήλιου ενώ,
γυρεύουμε διαύγεια Θεού.
Ας αφήσουμε τον ήλιο, μαζί μ’ αυτούς που τα ψωφήμια τους,
του χρόνου φράζουνε τα καλντερίμια
Το φθινόπωρο, και πιο ψηλά,
ένα καράβι , μαθημένο στους αιθέρες ,
ταξιδεύει. Σχίζοντας νεφελώματα.
Πιο πέρα, το λιμάνι. Με την λύπη να σου γνέφει από την προκυμαία. Φιλόξενος η λύπη,
Σε ξεναγεί σε πολιτείες πυρφόρων ουρανών της λάσπης.
Αχ, τα σάπια κουρέλια τα ριγμένα στους δρόμους, κομμάτια από ψωμί, που λιώναν στη βροχή, οι κραιπάλες, οι χίλιοι έρωτες που με οδήγησαν ως τον σταυρό. Και αυτός ο βρικόλακας, βασιλιάς των ψυχών που περιμένουνε την Άλλη Παρουσία.
Σαν να ήταν’ χθές με θυμάμαι. Με την σάρκα, κόκκινη από την πανώλη και την λάσπη. Με σκουλήκια να έρπουν στα μαλλιά μου και, να φωλιάζουν στις μασχάλες μου. Τα άλλα, τα σκουλήκια της καρδιάς, λαμπρότερα φριχτά. Εγώ, ένα σώμα ριγμένο να σαπίζει ανάμεσα σε γνώριμους νεκρούς. Ριγμένο να σαπίζει, μα εννοούσε. Δίχως αίσθημα. Χωρίς χρόνο.
Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί. Ούτε που να το σκέφτομαι!
Το φριχτό κάλεσμα! Το τέλος.
Τι βδέλυγμα! η κακομοιριά!
Τους φοβάμαι τους χειμώνες.
Ζητούνε πολλά.
Πρωτίστως θάλπος.
Κάποτε, βλέπω στον ουρανό κάτι ακρογιάλια, θάλασσας με δίχως τελειωμό. Και στις ακτές, πάνω στη θίνα, χορούς από έθνη λευκά.
Επάνω μου, βάρκα που λαμπυρίζει στον ήλιο
Με τις σημαίες του, πολύχρωμες, να πλαταγίζουνε στην αύρα του πρωινού.
Έφτιαξα όλες τις γιορτές. Σας έδωσα όλους τους θριάμβους και κάθε τραγωδία.
Έψαξα να βρω καινούριους ανθούς, γλώσσες άλλες και μιαν άλλη σάρκα.
Πίστεψα πως μου είχανε δοθεί υπεράνθρωπες δυνάμεις.
Ας προσγειωθώ καλύτερα. Και εγώ και η φαντασία μου και οι αναμνήσεις μου.

Ας την ξεχάσω την δόξα του καλλιτέχνη.
Εγώ, που με ονόμασα μάγο ή άγγελο, απαλλαγμένο από την ηθική, να ‘μαι, επιστρέφω στα υπόγεια της γης. Αναζητώ ένα χρέος. Κάτι να κάνω μόνον εγώ. Αν όχι, τι; Να αγκαλιάσω ποια; Την πραγματικότητα;
Να της φιλήσω τη ρυτιδωμένη μούρη;
Τι αγροίκος! Ε;
Έκανα λάθος.
Το σαφές και η διαύγεια, είναι αδέλφια του θανάτου μου.
Στο τέλος, θα ζητήσω και συγνώμη, γιατί με θρέψανε με ψέμα.
Πάει. Ούτε ένα χέρι φιλικό! Και εσύ μιλάς για βοήθεια…”

 

Το πρωτότυπο ποίημα, στα Γαλλικά:

Adieu (Une saison en enfer)


     L’automne déjà ! — Mais pourquoi regretter un éternel soleil, si nous sommes engagés à la découverte de la clarté divine, — loin des gens qui meurent sur les saisons.
     L’automne. Notre barque élevée dans les brumes immobiles tourne vers le port de la misère, la cité énorme au ciel taché de feu et de boue. Ah ! les haillons pourris, le pain trempé de pluie, l’ivresse, les mille amours qui m’ont crucifié ! Elle ne finira donc point cette goule reine de millions d’âmes et de corps morts et qui seront jugés ! Je me revois la peau rongée par la boue et la peste, des vers plein les cheveux et les aisselles et encore de plus gros vers dans le cœur, étendu parmi les inconnus sans âge, sans sentiment… J’aurais pu y mourir… L’affreuse évocation ! J’exècre la misère.
     Et je redoute l’hiver parce que c’est la saison du comfort !
     — Quelquefois je vois au ciel des plages sans fin couvertes de blanches nations en joie. Un grand vaisseau d’or, au-dessus de moi, agite ses pavillons multicolores sous les brises du matin. J’ai créé toutes les fêtes, tous les triomphes, tous les drames. J’ai essayé d’inventer de nouvelles fleurs, de nouveaux astres, de nouvelles chairs, de nouvelles langues. J’ai cru acquérir des pouvoirs surnaturels. Eh bien ! je dois enterrer mon imagination et mes souvenirs ! Une belle gloire d’artiste et de conteur emportée !
     Moi ! moi qui me suis dit mage ou ange, dispensé de toute morale, je suis rendu au sol, avec un devoir à chercher, et la réalité rugueuse à étreindre ! Paysan !
     Suis-je trompé, la charité serait-elle sœur de la mort, pour moi ?
     Enfin, je demanderai pardon pour m’être nourri de mensonge. Et allons.
     Mais pas une main amie ! et où puiser le secours ?”

 

Leave a Comment