May 26, 2018

Η “Αργώ”: απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά

By In ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η “Αργώ” (1933-1936, σε δύο τόμους) αποτέλεσε ένα από τα πιο φιλόδοξα συγγραφικά εγχειρήματα του Γιώργου Θεοτοκά (1905 -1966) σημαντικού συγγραφέα και διανοητή της γενιάς του 1930. Στο έργο αυτό ο Θεοτοκάς θέλησε να αποδώσει μυθιστορηματικά χαρακτήρες, καταστάσεις, πολιτικό-ιδεολογικές διαμάχες και αναζητήσεις της νεοελληνικής κοινωνίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, κυρίως μέσα από το πρίσμα νέων ανθρώπων, οι οποίοι κινούνται γύρω από τον φοιτητικό σύλλογο “Αργώ”. Κεντρική θέση στη νεανική αυτή συντροφιά κατέχουν οι γιοι του καθηγητή της Νομικής, Θεόφιλου Νοταρά, ο Νικηφόρος, ο Αλέξης και ο Λίνος. Στο απόσπασμα παρακολουθούμε την αντίθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, του ευαίσθητου και μελαγχολικού Αλέξη και του νεότερου και πιο παρορμητικού Λίνου.
 
 
Ο Αλέξης και ο Λίνος καθήσανε σ’ έναν πάγκο, κάτω από τη φοινικιά. Ο Λίνος άναψε ένα τσιγάρο, αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν τον έβλεπε εξόν από τον αδελφό του, και φύσηξε βίαια τον καπνό του προς το φεγγάρι.
 
— Δεν κάνεις καλά που καπνίζεις, είπε ο Αλέξης, που δεν κάπνιζε ποτέ.
— Ωχ αδερφέ! αποκρίθηκε ο άλλος και φύσηξε τον καπνό του με περισσότερη δύναμη.
 
Ήτανε κι αυτός γερό και καλοφτιαγμένο παιδί, σαν το Νικηφόρο, με πλατύ στήθος και γυμνασμένα μέλη. Φορούσε ακόμα κοντά παντελόνια και ανοιχτό γιακά. Στο πρόσωπο έμοιαζε αρκετά του Αλέξη, με τα μεγάλα ρουφηγμένα μάτια του, με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, το τρομαγμένο βλέμμα του, τον ελαφρό πέπλο μελαγχολίας που τον σκέπαζε σε ορισμένες στιγμές. Ο Νικηφόρος ήταν ο μόνος από τους τρεις που είχε, στο πρόσωπο και στο ύφος, την ισορροπία και την υγεία των Νοταράδων. Οι άλλοι δυο είχανε πάρει την ανήσυχη μορφή της Σοφίας.
 
— Είσαι δεκάξι χρονώ και καπνίζεις ένα πακέτο τη μέρα, εξακολούθησε ο Αλέξης. Θα χαλάσεις την υγεία σου.
— Και τι μ’ αυτό; Σε τι μου χρησιμεύει η υγεία μου;
— Μη λες ανοησίες. Σου χρησιμεύει για να ζήσεις. Εγώ που δεν είμαι γερός ξέρω καλύτερα τι αξίζει η υγεία.
— Ζωή είναι αυτή που ζούμε; ρώτησε ο Λίνος.
 
Ο Αλέξης γέλασε.
— Και τι ήθελες να κάνεις στην ηλικία σου; ρώτησε. Πηγαίνεις σχολείο και διαβάζεις τους αρχαίους. Δε σου φτάνει;
— Όχι, δε μου φτάνει.
— Όταν πάψεις να είσαι μαθητής, θα σκεφτούμε να κάνεις άλλα πράματα πιο συναρπαστικά.
— Ω, σας βλέπω και σας που δεν είστε μαθητές, τι ωραία που ζείτε! είπε ο Λίνος με θυμό. Καμώνεστε τάχατες πως δε βλέπετε τον κόσμο σαν τον πατέρα, μα κατά βάθος είστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι, Νοταράδες, ως το κόκαλο, καλαμαράδες, γραφιάδες, βιβλιοφύλακες. Δεν μπορείτε να απομακρυνθείτε ούτε μια μέρα από τα βιβλία και τα γραψίματα. Γεννηθήκατε μουντζουρωμένοι μελάνι. Ο μόνος σκοπός του Νίκη είναι να γράφει βιβλία. Κι εσύ εκεί πας, σε βλέπω καλά. Να τυπωθεί το όνομά σας και να κάνετε τους σπουδαίους, αυτό είναι το μεγάλο όνειρο της ζωής σας, να εκθέσουν τις φωτογραφίες σας στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, να σταματά ο κόσμος και να σας θαυμάζει τάχατες. Όλο βιβλία, βιβλία, βιβλία! Δεν αναπνέω καλά μες σ’ αυτό το περιβάλλον. Με πνίγει η σκόνη.
 
Ο Αλέξης άκουε παραδομένος στη γλυκιά μελαγχολία της νυχτιάς. Κανένα φύλλο δε σάλευε, καμιά κίνηση δεν τάραζε τη βαριά γαλήνη του κήπου. Οι κατάμαυροι ίσκιοι των δέντρων και των φυλλωμάτων ήταν σαν καθηλωμένοι απάνω στο χλωμό φεγγαρόλουστο στερέωμα. Τα διάχυτα αρώματα της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς ακινητούσαν μες στην ατμόσφαιρα. Ο Αλέξης αισθάνθηκε ένα ανυπόφορο βάρος στο στήθος, μιαν ακατανίκητη θλίψη, που τον άγγιζε ως το βαθύτερο είναι του. Ξαφνικά θυμήθηκε το άσπρο φουστάνι της Μόρφως, στα βράχια, μες στο χαρμόσυνο φως του Αιγαίου… Ω Μύκονος! Τα μάτια του γέμισαν, χωρίς να ξέρει γιατί.
 
— Δεν μπορώ πια να βλέπω βιβλία, να ακούω βιβλία, εξακολούθησε ο Λίνος. Θα με σκάσετε με τα παλιοκιτάπια σας.
— Τις μόνες στιγμές ευτυχίας που γνώρισα τις χρωστώ στα βιβλία, μουρμούρισε αργά ο Αλέξης.
 
Ο Λίνος ξέσπασε.
— Όχι! Όχι! φώναξε. Χίλιες φορές όχι! Παρεξηγήσατε τη ζωή όλοι σας. Ή μάλλον την καταργήσατε. Ο πατέρας δεν υποπτεύτηκε ποτέ τι είναι η ζωή. Εσείς οι δυο παρηγοριέστε διαβάζοντας τη ζωή που δε ζείτε ή γράφοντάς την. Μα ο μόνος σκοπός της ζωής είναι να τη ζει κανείς όσο μπορεί, όσο βαστά πιο δυνατά και πιο πλούσια.
 
Μιλούσε με θέρμη, με αγανάκτηση. Ο Αλέξης κοίταζε τον όμορφο επαναστατημένο έφηβο με τρυφερότητα και με κάποιο κρυφό καμάρι. Τον αγαπούσε πολύ κι ίσως να τον θαύμαζε, σε ορισμένες στιγμές, για την απειθάρχητη ορμή του, για το ξεχείλισμα της νεανικής του ζωντάνιας.
 
— Πες, Λίνο, τι θες να κάνεις με τη ζωή σου, με τη νιότη σου;
— Θέλω ηρωισμό! αποκρίθηκε ο έφηβος αδίσταχτα, με παθιασμένη φωνή.
Σωπάσανε.
— Ηρωισμό; συλλογιζότανε ο Αλέξης. Ιδέες, ηρωισμός, έρωτας… Μύκονος…
 
 
 
(Γιώργος Θεοτοκάς, «Αργώ», Εστία, Αθήνα 1981)

Leave a Comment